Συμπληρώθηκαν 21 χρόνια από τον θάνατο του Αλφόνσο Φόρντ, του εμβληματικού μπασκετμπολίστα του Ολυμπιακού, που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στο άθλημα και έφυγε άδικα από την ζωή.
Αλφόνσο Φόρντ, μία θρυλική φιγούρα του μπάσκετ, ένας παίκτης που «έλαμψε» με τις επιδόσεις του και το ταλέντο του, σαν σήμερα πριν από 21 χρόνια έφυγε από τη ζωή, μόλις στα 33 του χρόνια, νικημένος από τη λευχαιμία.
Ο Αμερικανός άσος αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό τη σεζόν 2001-2002, έχοντας ήδη ξεχωρίσει με τις εμφανίσεις του στις προηγούμενές του ομάδες με παρουσία και στη Euroleague, ο δεινός σκόρερ πάλεψε μέχρι τέλους με την ασθένειά του και έμεινε στην ιστορία με τις κορυφαίες εμφανίσεις του.
Η κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση τιμά κάθε χρόνο την μνήμη του με το βραβείο «Alphonso Fond Trophy», καθώς ο ίδιος υπήρξε κορυφαίος σκόρερ της EuroLeague και πλέον, όσοι επιτυγχάνουν κάτι ανάλογο κατά την διάρκεια της κανονικής περιόδου λαμβάνουν αυτή την διάκριση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Φορντ αγωνίστηκε στο NBA (32η επιλογή του Draft, 1993) και στην συνέχεια, το 1995 ήρθε στην Ευρώπη για λογαριασμό της Ουέσκα, και την επόμενη χρονιά αγωνίστηκε με την ομάδα του Παπάγου όταν και διαγνώστηκε με λευχαιμία.
Ο Φορντ έφυγε από την ζωή πρόωρα, όμως μέσα σε αυτή τη σύντομη διαδρομή κατάφερε να χαράξει μία αλησμόνητη πορεία που κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει, όταν ο ίδιος αγωνίστηκε με αυταπάρνηση μέχρι τέλους, σαν πραγματικός μαχητής.
Ο αξέχαστος Αμερικανός, μετά την διάγνωσή του με λευχαιμία απουσίασε για ένα χρόνο από τα παρκέ και το 1997 πήρε μεταγραφή στην Σπόρτινγκ, με την επόμενη χρονιά να τον βρίσκει ξανά στην Ελλάδα, αυτή την φορά για λογαριασμό του Περιστερίου.
Τη σεζόν 1999-2001, έκανε «πράγματα και θαύματα» με τους Περιστεριώτες στη EuroLeague και ανακηρύχθηκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με 26 πόντους ανά μέσο όρο.
Μέχρι το τέλος, δεν άφηνε τη λευχαιμία να τον νικήσει, με οδηγό το ταλέντο του «έλαμπε» στο γήπεδο, διέπρεπε με τις εμφανίσεις του και έμεινε χαραγμένος στην μνήμη όλων ως ένας εξαιρετικά χαρισματικός μπασκετμπολίστας που στη σύντομη διαδρομή της ζωής του, κατάφερε να σαρώσει τις διακρίσεις και να υπάρξει μία ανυπέρβλητη φυσιογνωμία του αθλήματος.
Το 2001 κέντρισε το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού, όπου και ολοκληρώθηκε η μεταγραφή του στον Πειραιά, έως τότε, από την θητεία του στις δύο προηγούμενες ελληνικές ομάδες, είχε στεφθεί τρεις φορές πρώτος σκόρερ του εγχώριου πρωταθλήματος αλλά και MVP, συνεπώς, όπως ήταν αναμενόμενο, ο δεινός σκόρερ, πρωταγωνίστησε και στους «ερυθρόλευκους».
Στον Ολυμπιακό, πραγματοποίησε ξανά ανεπανάληπτες εμφανίσεις, ενώ κέρδισε και το Κύπελλο Ελλάδας με την φανέλα των Πειραιωτών το 2002, ενώ EuroLeague υπήρξε και πάλι κορυφαίος σκόρερ με μέσο όρο 24.7 πόντους.
Αποχώρησε από τον Ολυμπιακό το 2002 όπου συνέχισε την καριέρα του στις ιταλικές Σιένα και Σκαβολίνι.
Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, το 2003, παρόλο που η ασθένειά του βρισκόταν σε εξαιρετικά προχωρημένο στάδιο, δεν το έβαλε ποτέ κάτω και οδήγησε τη Σιένα στη Euroleague επιτυγχάνοντας το ασύλληπτο των 22.5 πόντων ανά μέσο όρο στα παιχνίδια του στην κορυφαία διοργάνωση.
Το 2004, σόκαρε άπαντες, καθώς ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την ενεργό δράση ενώ κανείς δεν γνώριζε ότι πάλευε με τη λευχαιμία.
Δύο εβδομάδες μετά από την ανακοίνωσή του έφυγε από τη ζωή, αλλά δεν ξεχάστηκε ποτέ από κανένα, έμεινε στην ιστορία ως ένας πραγματικός μαχητής, ένας άνθρωπος παράδειγμα.