Για να καρποφορήσει ο διάλογος για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, πρέπει να αποκατασταθούν οι θεσμοί της διαιτησίας, της επεκτασιμότητας και της μετενέργειας. Ειδικοί εξηγούν το πώς και το γιατί
Καθώς ξεκινάει ο διάλογος για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τα μηνύματα που εκπέμπονται από το υπουργείο Εργασίας είναι διφορούμενα.
Ο διακηρυχθέντας στόχος είναι να αυξηθεί δραστικά το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που σήμερα βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η ευρωπαϊκή οδηγία 2020/2041 για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς έχει θέσει ως κατώτατο όριο κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις το 80% του εργατικού δυναμικού κάθε χώρας.
Διαβάστε επίσης: «Ο Πρίγιοβιτς συμμετείχε στον καυγά με τους παίκτες της Παρτιζάν στο Βελιγράδι» (vid)
Η ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, με τον νόμο 4163/2024 για τον κατώτατο μισθό, ορίζει ότι ως το τέλος του 2025 πρέπει να καταστρωθεί Σχέδιο Δράσης (οδικός χάρτης) για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, με συγκεκριμένα μέτρα και χρονοδιάγραμμα από ένα ως πέντε χρόνια.
Με βάση τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, αναζητείται τρόπος να διευκολύνεται η επεκτασιμότητα των ΣΣΕ, που σήμερα για να καταστούν υποχρεωτικές απαιτείται να καλύπτουν το 50%+1 των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.
Αυτό θα είναι το δεύτερο μέρος της ρύθμισης για τα εργασιακά, που παραπέμπεται για τον Νοέμβριο, αφού προηγηθεί ο διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους. Το πρώτο σκέλος της ρύθμισης, που αναμένεται το καλοκαίρι, θα αφορά μεταξύ άλλων απλοποίηση στις διαδικασίες προσλήψεων και απολύσεων και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας ως και σε εβδομαδιαία βάση. Θα απαιτείται τυπικά η συναίνεση του εργαζομένου, όμως τα σωματεία εκφράζουν φόβους για περεταίρω απορρύθμιση και «ξεχείλωμα» των ωραρίων.
Μικρό καλάθι κρατάει η ΓΣΕΕ
Η ΓΣΕΕ θα συμμετέχει στο διάλογο για τις ΣΣΕ και δηλώνει ότι «τίθεται αταλάντευτα υπέρ της πλήρους αποκατάστασης του θεσμού των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Ξεκαθαρίζει όμως ότι ο θεσμός αυτός δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο «με ακηδεμόνευτες από το κράτος διαδικασίες και με την πλήρη επαναφορά του πλαισίου που περιλαμβάνει την μετενέργεια, την επεκτασιμότητα, τη συρροή και την καθολικότητα.
Τι σημαίνουν οι παραπάνω όροι; Γιατί ξηλώθηκαν και γιατί η επαναφορά τους κρίνεται κομβική;
Ο Καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου Γιάννης Κουζής και ο δικηγόρος εργατολόγος Δημήτρης Περπατάρης, μιλάνε στο in για τις προκλήσεις, τις ευκαιρίες αλλά και τα «αγκάθια» στο δρομο για την επαναφορά των ΣΣΕ.
Επεκτασιμότητα
Η επεκτασιμότητα ή αλλιώς η κήρυξη μιας ΣΣΕ ως γενικά υποχρεωτικής, είναι πλέον εφικτή μόνο αν την υπογράψουν εργοδοτικές ενώσεις και σωματεία που καλύπτουν, αποδεδειγμένα, πάνω από το 50% των επιχειρήσεων και των εργαζομένων κάθε κλάδου. Πρόκειται για μια μνημονιακή ρύθμιση, που έχει καταστήσει δραματικά δύσκολη ως ανέφικτη σε πολλές περιπτώσεις την εφαρμογή των ΣΣΕ.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Γιάννη Κουζή, η δραματική αποδυνάμωση της επεκτασιμότητας και της προσφυγής στη διαιτησία, είναι από τους πολύ σημαντικούς λόγους που το ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από ΣΣΕ έχει πέσει σήμερα στο 25%, όταν πριν τα μνημόνια ήταν πάνω από 80%.
«Στα μνημόνια η αρχή της επεκτασιμότητας και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης σε περίπτωση συρροής (όταν ένας εργαζομενος καλύπτεται από περισσότερες από μία συμβάσεις) είχαν ανασταλεί. Επανήλθαν με το τέλος των μνημονίων. Όμως η κυβέρνηση της ΝΔ με τον αναπτυξιακό νόμο του Γεωργιάδη (4635/2019), πρακτικά »ξήλωσε» την επαναφορά. Τέθηκαν τόσοι πολλοί περιορισμοί, που η εξαίρεση έγινε ο κανόνας, και ο κανόνας η εξαίρεση», λέει ο καθηγητής.
«Η επεκτασιμότητα της ΣΣΕ είναι σημαντική, γιατί επεκτείνεται η ισχύς της ως προς τις κατώτερες αποδοχές και σε εργαζόμενους που τυχαίνει να δουλέψουν σε εταιρείες που επέλεξαν να μην ενταχθούν στην εργοδοτική οργάνωση», μας λέει ο κ. Περπατάρης. Σήμερα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο επιχειρήσεις να «μπαινοβγαίνουν» από την επίσημη εργοδοτική οργάνωση, με συνέπεια να «αυξομειώνεται» το μέτρο για την επεκτασιμότητα, οδηγώντας και σε νόθευση του ανταγωνισμού.
Μετενέργεια
Όπως εξηγεί ο Γιάννης Κουζής η αρχή της μετενέργειας όριζε ότι μια συλλογική σύμβαση ισχύει ως και έξι μήνες μετά τη λήξη της, δίνοντας χρόνο στους κοινωνικούς εταίρους να διαπραγματευθούν για την υπογραφή της επόμενης ΣΣΕ. Το διάστημα αυτό μειώθηκε στους τρεις μήνες με μνημονιακή διάταξη, επανήλθε στους έξι μήνες την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ξαναμειώθηκε με το τρίτο μνημόνιο. Πλέον το συνηθέστερο είναι εφόσον η μετενέργεια εκπνέει πριν υπογραφεί νέα ΣΣΕ, να επικρατήσουν οι ατομικές συμβάσεις, με δυσμενέστερους επί το πλείστον, όρους. Η αποκατάσταση της μετενέργειας θεωρείται σημαντική προϋπόθεση για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Προσφυγή στη διαιτησία
Την κήρυξη μιας ΣΣΕ ως υποχρεωτικής δυσχεραίνει η υποβάθμιση της ισχύος του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και ο περιορισμός του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία.
Το δικαίωμα αυτό, που συνήθως το αξιοποιούσε η πλευρά των εργαζομένων σε περιπτώσεις εργατικής διαφοράς, για να υποχρεώσει τους εργοδότες να προσέλθουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, «ψαλιδίστηκε» σε βαθμό εξαφάνισης με τη μετα-μνημονιακή ρύθμιση του 2019.
«Ήταν πάγιο αίτημα εργοδοτών να μην μπορεί η εργατική πλευρά να στέλνει μια διαφορά στον ΟΜΕΔ. Ο ΟΜΕΔ πιάνει δουλειά όταν δεν μπορούν τα δύο μέρη να καταλήξουν στις διαπραγματεύσεις. Ορίζεται ανεξάρτητος μεσολαβητής και αν συμφωνήσουν καταρτίζεται σύμβαση. Αν όμως δεν συμφωνήσουν, η εργατική πλευρά είχε το δικαίωμα να προσφύγει στη διαιτησία, της οποίας η απόφαση είχε το χαρακτήρα υποχρεωτικότητας. Καταργώντας τη δυνατότητα της εργατικής πλευράς να προσφύγει μονομερώς στην διαιτησία (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) αφαιρείται πολύ κρίσιμο περιεχόμενο από το θεσμό του ΟΜΕΔ», συμπληρώνει ο κ. Περπατάρης.
Ως συνέπεια, ένα πολύ μικρό μέρος της αγοράς εργασίας έχει σήμερα επί μέρους ΣΣΕ. «Οι περισσότεροι εργαζόμενοι απασχολούνται με ατομικές συμβάσεις, είτε είναι υπό το καθεστώς Εθνικής Γενικής ΣΣΕ». Χαστούκι στο θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων ήταν η αφαίρεση της αρμοδιότητας της διαπραγμάτευσης για Εθνική Γενική ΣΣΕ από τους κοινωνικούς εταίρους (ΣΕΒ και ΓΣΕΕ), και η ρύθμισή της με υπουργική απόφαση. Χωρίς να επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στα χέρια των άμεσα εμπλεκόμενων, εκ των πραγμάτων υπονομεύονται και οι ΣΣΕ αλλά και ο ρόλος των σωματείων. «Όπως έχει πει κάποιος σοφός καθηγητής: Όταν το σωματείο δεν μπορεί να κάνει απεργία, που κι αυτό δυσκολεύει δραματικά, και δεν μπορεί να κάνει συλλογικές διαπραγματεύσεις, τότε δεν διαφέρει από έναν πολιτιστικό όμιλο», καταλήγει ο κ. Περπατάρης.