Απλά μαθήματα αλλαγής της ατζέντας

Τα όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα θα μπορούσαν να θεωρηθούν και διαρκές σεμινάριο πάνω στο πώς να διατηρείς την πρωτοβουλία των κινήσεων ακόμη και όταν τα πράγματα φαίνεται να είναι δύσκολα.

Εάν κανείς κοιτάξει την πολιτική σκηνή της χώρας, ένα πράγμα θα διαπιστώσει με σιγουριά. Ότι η κυβέρνηση του Τσίπρα εξακολουθεί να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων. Δηλαδή, εξακολουθεί να είναι αυτή που ορίζει την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης και αυτή που όταν χρειαστεί την αλλάζει κιόλας.

Εάν το κοιτάξουμε προσεκτικά, τότε θα διαπιστώσουμε ότι η κυβέρνηση κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα τους τελευταίους μήνες να ορίσει αυτή τα θέματα που απασχολούν τη δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση.

Πρώτα ήταν η συζήτηση για την τρίτη αξιολόγηση και την προοπτική μιας τυπικής (όχι όμως και πραγματικής) εξόδου από τα μνημόνια στο τέλος του καλοκαιριού, με τον ΣΥΡΙΖΑ να ολοκληρώνει αλώβητος την Τρίτη αξιολόγηση και μάλιστα να κερδίζει και ένα επιπλέον μέλος στην κοινοβουλευτική ομάδα του.

Έπειτα ήταν η πρωτοβουλία για το Μακεδονικό. Πάνω στην ώρα που η κουβέντα θα μπορούσε να στραφεί στα ζητήματα της κοινωνικής πραγματικότητας, του κόστους της «εξόδου από τα μνημόνια», της καθημερινότητας, η κυβέρνηση άλλαξε την ατζέντα ανοίγοντας θέμα λύσης στο θέμα του ονόματος. Μπορεί να συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις και ίσως και κάποιο τοπικά εντοπισμένο κόστος, όμως καταγράφηκε ως η κυβέρνηση που τολμά να κλείσει μια σημαντική εκκρεμότητα, την ώρα που η ηγεσία της ΝΔ αφού αποκήρυξε αρχικά τα συλλαλητήρια ως μέσο παρέμβασης μετά έτρεχε να οργανώσει το συλλαλητήριο της Αθήνας συναγελαζόμενη με χρυσαυγίτες.

Και τέλος, πάνω που η κουβέντα για το Μακεδονικό έμπαινε στα δύσκολα για την κυβέρνηση, σπεύδει να ανοίξει το θέμα Novartis, ένα θέμα που είναι πραγματικό, έχει βάθος και ανεξαρτήτως της κλίμακας στην οποία θα αποδειχθούν πολιτικές ευθύνες, φέρνει το προηγούμενο πολιτικό σύστημα αντιμέτωπο με τις ευθύνες του και φαίνεται να ξαναδίνει στον ΣΥΡΙΖΑ ένα φαινομενικό ηθικό πλεονέκτημα που φαινόταν να είχε χαθεί τόσο με τη διαχειριστική πολιτική όσο και τις διάφορες εμπλοκές του Πάνου Καμμένου (από τις παρεμβάσεις σε σχέση με την κατάθεση Γιαννουσάκη μέχρι την πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία).

Το σκάνδαλο Novartis αποτελεί σημαντική κίνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαρχής είχε ατζέντα «κάθαρσης» γιατί ήξερε ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας μπορεί να μην πιστεύει ότι τα πράγματα θα αλλάξουν, αλλά θα χαρεί να πληρώσουν κάποιοι για το ότι φτάσαμε ως εδώ. Με αυτή την έννοια η υπόθεση Novartis ήταν ιδανική. Το πρόβλημα με την υπερδιόγκωση της φαρμακευτικής δαπάνης, τις αθέμιτες πρακτικές των φαρμακοβιομηχανιών και τις πολιτικές ευθύνες για όλα αυτά ήταν γνωστό. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι σχετικές πληροφορίες κυκλοφορούσαν αλλά και δημοσιεύονταν καιρό τώρα. Προφανώς και βοήθησε το γεγονός ότι οι Αμερικανοί έχουν άχτι τις πρακτικές τέτοιων εταιρειών (όχι γιατί τους αρέσει η τιμιότητα, αλλά γιατί προτιμούν τις καθαρές δουλειές των lobby και όχι τις ευρωπαϊκές μίζες), αλλά η πρωτοβουλία ήταν της κυβέρνησης.

Και βέβαια τώρα η αντιπολίτευση βγαίνει και φωνάζει «σκευωρία» και «κουκουλοφόροι» αλλά το πρώτο ημίχρονο το έχει χάσει. Θέλω να πω ότι σε μια κοινωνία που ούτως ή άλλως θεωρεί όλους τους πολιτικούς διεφθαρμένους, δεν είναι και τόσο εύκολο να βγάλεις τη ρετσινιά από πάνω σου.

Και βέβαια για άλλη μια φορά φάνηκε η δομική αδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη να αποτελέσει πραγματικό αντίπαλο δέος, παρά το γεγονός ότι η ΝΔ προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Δεν είναι μόνο ότι βγήκε ηγέτης ενός κόμματος που είχε και ευθύνη που φτάσαμε στα μνημόνια και ευθύνη για το κοινωνικό κόστος που είχε η εφαρμογή του. Ήταν ταυτόχρονα ότι κληρονόμησε και το πολιτικό προσωπικό της ΝΔ συμπεριλαμβανομένων και των σκελετών που μπορεί να έκρυβε στην ντουλάπα του. Και επέμεινε σε μια αντιπολίτευση στην κυβέρνηση στο όνομα ακόμη πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, την ώρα που απεμπολούσε το όποιο συγκριτικό πλεονέκτημα του έδιναν οι φιλελεύθερες θέσεις του σε ζητήματα όπως το σύμφωνο συμβίωσης, οι πολιτικές του φύλου, ή ακόμη και η ιστορικά ρεαλιστικότερη τοποθέτηση της οικογένειας Μητσοτάκη για το Μακεδονικό.

Αντ’ αυτού επιδόθηκε σε μια ρητορική δανεική που τον οδήγησε συχνά σε γκάφες και στη λογική προστασίας μιας σειράς στελεχών τους οποίους τους κληρονόμησε κακά τα ψέματα από τις συμμαχίες που έκανε για να χτυπήσει τον Μεϊμαράκη, χωρίς απαραίτητα να ταιριάζουν είτε στη γραμμή του είτε στο προφίλ του. Γιατί προφανώς δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι θεωρεί όντως πολιτικό υπερόπλο τον… Άδωνη Γεωργιάδη.

Θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Δύσκολα, εάν αναλογιστούμε ότι την πραγματική αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης Τσίπρα, που είναι ακριβώς το κοινωνικό κόστος από τα συνεχή μέτρα λιτότητας και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ο Μητσοτάκης δεν μπορεί ούτως ή άλλως να χτυπήσει, για τον απλούστερο λόγο ότι πρεσβεύει την ίδια πολιτική. Όμως, με τη λογική της «ασπίδας προστασίας» που επιλέγει χάνει και τη δυνατότητα να είναι ο κεντροδεξιός πόλος του μεταμνημονιακού δικομματισμού, με νέα πρόσωπα απαλλαγμένα από τις σκιές και τους «σκελετούς στη ντουλάπα» του παρελθόντος και νέα αντίληψη της πολιτικής.

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από