«Το τελευταίο μου ποτήρι, θέλω γεμάτο να το δω»

«Το τελευταίο μου ποτήρι, θέλω γεμάτο να το δω»

Ο Κώστας Καίσαρης γράφει για τον φίλο του, Διαμαντή Μαυρόπουλο. Που έζησε και πέθανε, όπως ακριβώς ήθελε.

ΘΑΝΑΤΟ θέλω τραγικό, έχει γράψει ο ποιητής. Ο Διαμαντής Μαυρόπουλος πέθανε όπως ήθελε. Κι ενδεχομένως όπως επιζητούσε: Στην πισίνα. Είχε φάει, είχε πιεί και βούτηξε. Όπως έκανε πάντα. Αυτή τη φορά δε βγήκε. Από πνιγμό; Από ανακοπή; Ποιο το διάφορο; Θυμάμαι το καλοκαίρι του 2015. Όταν είχε πεθάνει ο Κώστας Βίρβος. Με τη σωρό του να μεταφέρει ένα όμορφο αμάξι με δύο άλογα. Το ένα άσπρο και το άλλο μαύρο. Είχα γράψει την τελευταία (δήθεν) επιθυμία του Διαμαντή: Να τον μεταφέρουν στην κάσα έξι πουτάνες. Τρεις ξανθιές, τρεις μελαχρινές. Επειδή όμως, είμεθα μερακλήδες, όχι τίποτα τυχαίες. Την επιλογή από τις καλύτερες, θα τις έκανε ο παιδικός του φίλος από τη Θεσσαλονίκη, ο Γιάννης ο καπετάνιος. Δίμετρες και μπάνικες. Τα διάβαζε στην εφημερίδα, γέλαγε και καμάρωνε. Οι γυναίκες και το αλκοόλ ήταν όλη η ζωή του Διαμαντή. Ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο, έκανε κράτει στα 70 χρόνια που έζησε.

Η Αννούλα. Η πολυαγαπημένη «κόρη» του Διαμαντή.

Ο ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ είχε τις δικές του θεωρίες: «το νιμού το έχει φτιάξει ο θεός για να γ@μιέται. Θα πας εσύ κόντρα στον Θεό και θα προσπαθήσεις να το περιορίσεις; Είναι ασέβεια προς το θείο, είναι ιεροσυλία». Στη συνέχεια το πήγαινε ένα βήμα παραπέρα: «Το νιμού είναι φτηνό. Αν θέλεις να σ’ αγαπήσει γίνεται πανάκριβο. Δεν πληρώνεται». Έτρωγε, έπινε κι έπεφτε με τη μία, είτε στη θάλασσα είτε στην πισίνα: «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Αυτοί που πεθαίνουν στη θάλασσα, θα πέθαιναν το βράδυ στον ύπνο τους». Στα καλά του χρόνια, έξι μήνες στη Μύκονο και τους άλλους έξι δεξιά κι αριστερά. Όπου είχε καλοκαίρι. Χονολουλού, Καραϊβική, Βραζιλία, Κολομβία. Στην Ευρώπη έτρωγε σε εστιατόρια με αστέρια Μισλέν. Δεν υπήρξε άνθρωπος να γνωρίσει το Διαμαντή και να μην τον αγαπήσει. Εξαιρετικός. Καλός άνθρωπος. Πάντα με χαμόγελο και κέφι. Ευγενής. Φιλόξενος. Κύριος.

ΑΠΟ τα μέσα Μαΐου, με είχε φιλοξενήσει για ένα μήνα στο σπίτι του στη Μύκονο. Στα ώπα-ώπα. Να σου φτιάξει καφέ το πρωί, να μαγειρέψει, να στρώσει το τραπέζι. Το μόνο που ζήταγε να βάζεις μουσική. Και τη βραδιά να κλείνει, με Στράτο:
«Σαν έρθει η ώρα να πεθάνω, να μη με κλάψετε παιδιά. Εγώ το γλέντι μου θα κάνω και τη στερνή μου, τη βραδιά. Το τελευταίο μου ποτήρι, θέλω γεμάτο να το δω».

ΟΠΩΣ κι έγινε. Έφαγε, ήπιε φούνταρε στην πισίνα και τέλος. Ήθελε να διαβάζει αυτά που έγραφα πριν δημοσιευθούν. Του άρεσε που πότε-πότε τον ανέφερα. Σαν βραβευμένο με Νόμπελ ακαδημαϊκό, καθηγητή τάχα στο πανεπιστήμιο του Κάρλοβι Βάρι. Ή της Μπάνια Λούκα. Και να σκάει στα γέλια. Σ’ αυτόν τον ένα μήνα πέθαναν ο φίλος ο Νίκος Παρίσης, ο Χάρρυ Κλυνν, ο Παύλος Γιαννακόπουλος. Διαμαντή, του έλεγα «για σένα θα τα γράψω από τώρα. Δεν θα περιμένω να πεθάνεις. Να τα έχω έτοιμα. Να τα διαβάσεις να μου πεις τη γνώμη σου». Γέλαγε. «Γράφ’ τα», μου έλεγε. Είχε κάνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, είχε περάσει μια λευχαιμία, ήταν 100+ κιλά και δεν καταλάβαινε Χριστό. Με πρόλαβε.

ΤΟΝ Διαμαντή τον γνώρισα τα τέλη του περασμένου αιώνα στη Μύκονο. Κάθε μέρα στην ίδια παραλία, για μπάνιο, για καφέ, για φαγητό, κάποια στιγμή θ’ ανοίξεις παρτίδες. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Μοναδικός μπορείς να πεις. Έξω από τα στερεότυπα και τους καθωσπρεπισμούς, τού «να βρεις μια καλή και σίγουρη δουλειά και μια καλή κοπέλα να παντρευτείς». Τίποτα απ’ όλα αυτά ο Διαμαντής. Στα 18 ήταν μπακάλης, στα 25 πλοιοκτήτης, στη συνέχεια στην εστίαση και στο τέλος κατασκευαστής στη Μύκονο. Ο ίδιος το έλεγε μετά πάσης ειλικρινείας: «ποτέ δεν κατάλαβα πώς έβγαλα λεφτά χωρίς να δουλέψω». Ο Διαμαντής ήταν τέκνο της αφθονίας και της αστικοποίησης της Ελλάδας. Όταν περίσσευαν τα λεφτά και οι ευκαιρίες. Κι όταν δεν χρειαζόταν το μίσος. Η πίτα ήταν μεγάλη. Με μικρό ρίσκο, πολλά κέρδη. Κι όταν δεν είσαι κομπλεξικός και μίζερος, είσαι ευτυχής. Περνάς καλά. Και μαζί με σένα και οι φίλοι σου.

ΑΥΤΟΣ ήταν, ο Διαμαντής. Τελευταία ζοριζόταν. Λογικό. Η κρίση και η κατάρρευση της μεσαίας τάξης ισοπέδωσε τα πάντα. Σιγά σιγά προσαρμοζόταν. Έμαθε να περνάει όλο και με λιγότερα. Η πορεία του Διαμαντή ήταν η φωτογραφία της πορείας της Ελλάδας. Χωρίς όμως να μιζεριάζει και να κλαίγεται. Χωρίς να χάνει την αξιοπρέπειά του. Ήξερε ότι αυτός ο δρόμος δεν είχε επιστροφή. Ο ρεαλισμός του, τσάκιζε κόκκαλα: «Ευτυχώς που δεν έχουμε πολλά χρόνια μπροστά μας. Για σκέψου να ήμαστε σαράντα χρονών;». Κι ίσως γι’ αυτό να ήταν βιαστικός στο να φύγει. Τίποτα πλέον δεν θα είναι ίδιο τα καλοκαίρια στον Ορνό. Ο Διαμαντής ήταν συνώνυμο της παραλίας. Από το μεσημέρι μέχρι αργά, τ’ απόγευμα, στο τραπέζι του στο «Απέραντο». Με πάγια εντολή το πρώτο ούζο να έρχεται στις 3 ακριβώς. «Δεν είμαστε μπεκρήδες ν’ αρχίζουμε να πίνουμε από το πρωί». Με μέτριους υπολογισμούς, χίλια καραφάκια τη σεζόν.

ΤΟ «πουτάνα με τα δάκρυα και πούστης με τους όρκους», είναι η πολιτική παρακαταθήκη του Διαμαντή προς το έθνος. Πιο επίκαιρο από ποτέ.

Στο τραγούδι της ημέρας, το τραγούδι του Διαμαντή: Μπαγλαμάδες και μπουζούκια, με τον Στράτο Διονυσίου.

Γράψτε το σχόλιο σας

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΣΧΟΛΙΑ