
Η μακρά συνεργασία μεταξύ του σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ και του μυθιστοριογράφου Λάζλο Κρασναχόρκαι, με πέντε ταινίες μεγάλου μήκους σε διάστημα δύο δεκαετιών, γέννησε κινηματογραφικούς μύθους.
Το έργο του Ούγγρου μυθιστοριογράφου Λάσλο Κρασναχορκάι, με την μελαγχολική και πολλές φορές δυστοπική πένα, ενέπνευσε τον ομοεθνή σκηνοθέτη, συνεργάτη και φίλο του, Μπέλα Ταρ.
Η μακρά συνεργασία μεταξύ του σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ και του μυθιστοριογράφου Λάζλο Κρασναχόρκαι, με πέντε ταινίες μεγάλου μήκους σε διάστημα δύο δεκαετιών, δύο («Satantango» και «Οι αρμονίες του Βέρκμαϊστερ»), από τις οποίες βασίζονται σε μυθιστορήματα του συγγραφέα, είναι από τις πιο επιτυχημένες μεταξύ συγγραφέων και σκηνοθετών, «μαζί με εκείνη των Γκράχαμ Γκριν και Κάρολ Ριντ», όπως σημειώνει ο δημοσιογράφος Τζον Πένερ των Los Angeles Times.
Το κοινό όραμα που συναντάμαι στο έργο τους— για τις κακουχίες και την τρέλα που επικρατεί σε έναν κόσμο που καταρρέει, όπως ακριβώς διαλύεται μια πολυκατοικία περασμένων δεκαετιών έπειτα από μια μεγάλη σεισμική δόνηση— είναι, πάνω απ’ όλα, αδιάλλακτο.
«Παίρνουμε το μυθιστόρημα και με κάποιο τρομερό τρόπο το καταστρέφουμε»
Αν και ο σκηνοθέτης και ο μυθιστοριογράφος αναφέρονται ως συν-σεναριογράφοι σε όλες τις συνεργασίες τους – από «Το άλογο του Τορίνο» μέχρι το «Κολαστήριο», ο Κρασναχορκάι λειτουργεί ως λογοτεχνικός σύμβουλος καθώς η ταινία παίρνει σάρκα και οστά.

Φωτογραφία: «Το άλογο του Τορίνο» | IMDb
«Όταν γυρίζουμε ταινίες από τις ιστορίες του», εξήγησε κάποτε ο Τάρ στον κριτικό Τζόναθαν Ρόμνεϊ, «συνήθως παίρνουμε το μυθιστόρημα και με κάποιο τρομερό τρόπο το καταστρέφουμε, και συχνά το μόνο που μένει είναι οι διάλογοι και οι καταστάσεις».
Στη συνέχεια, λέει, «πρέπει να ανακαλύψουμε εκ νέου στην πραγματικότητα όλα όσα έχουν ήδη ανακαλυφθεί όταν έγραψε το μυθιστόρημα».
Από το «Satantango» στις «Αρμονίες του Βέρκμαϊστερ»
Η Ιλαροτραγωδία της έβδομης τέχνης «Satantango», που τελικά ολοκληρώθηκε το 1994 έπειτα από μια σειρά εμποδίων, απεικονίζει μια ανέλπιδη επαρχία, όπου κατοικούν μικροαπατεώνες, μεθύστακες και κομπιναδόροι – η οποία όμως κερδίζει την αμέριστη προσοχή μας όταν φτάνουν φαύλοι καιροσκόποι που αναστατώνουν τα σαθρά θεμέλια του τόπου. Με διάρκεια πάνω από επτά ώρες, η ταινία είναι ένα ηρωικό επίτευγμα και ένα από τα αριστουργήματα της δεκαετίας.
Έξι χρόνια μετά την κυκλοφορία του «Satantango», ο Ταρ εξασφάλισε τη θέση του ως ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της εποχής του με την ταινία «Οι αρμονίες του Βέρκμαϊστερ», βασισμένη στο δεύτερο μυθιστόρημα του Λάσλο Κρασναχορκάι, που αφορά το χάος που ξεσπα όταν μια έκθεση με μια ταριχευμένη φάλαινα και μια μυστηριώδη φιγούρα που ονομάζεται Πρίγκιπας έρχεται στην πόλη.
Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται στον Γερμανό θεωρητικό του μπαρόκ, Αντρέας Βέρκμαϊστερ. Ο Γκιόργκι Έστερ, ένας από τους κύριους χαρακτήρες της ταινίας, παραθέτει έναν μονόλογο στον οποίο υποστηρίζει ότι οι αρμονικές αρχές του Βέρκμαϊστερ ευθύνονται για τα αισθητικά και φιλοσοφικά προβλήματα σε όλη την μεταγενέστερη μουσική και ότι πρέπει να αντικατασταθούν από μια νέα θεωρία αρμονίας.

Από το αδιάκοπο στο στοχαστικό
Αν και οι δαιδαλώδεις προτάσεις ενός μυθιστορήματος του Λάσλο Κρασναχορκάι μπορεί να μοιάζουν με το λογοτεχνικό αντίστοιχο των εκτενών, ασπρόμαυρων πλάνων του σκηνοθέτη, η αδιάκοπη κίνηση της γλώσσας είναι η ειδοποιός διαφορά με τις τις στοχαστικές εικόνες του Ταρ.
Η πρόζα του απαιτεί προσοχή (και κατάθεση ψυχής παρόμοια με εκείνη του συγγραφέα) από τον αναγνώστη, αλλά ανταμείβει όσους είναι πρόθυμοι να την ακολουθήσουν.
«Θυμίζοντας Μπέκετ και Κάφκα μέσω του Τόμας Μπέρνχαρντ, είναι γεμάτη από προτάσεις που ξεχύνονται σε σελίδες, περνώντας από το ένα κόμμα στο άλλο, ξανά και ξανά, ακολουθώντας τη σκέψη ενός χαρακτήρα προς αυτή την κατεύθυνση, τη δράση του προς εκείνη, χωρίς σχεδόν καθόλου παύσεις για αλλαγές παραγράφων. Οι τελείες παραμένουν σε αναστολή», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Τζον Πένερ.
Ή όπως αναφέρει ο Τζέιμς Γουντ του περιοδικού The New Yorker για το βιβλίο «Η μελαγχολία της αντίστασης» – στο οποίο βασίστηκε η ταινία «Οι αρμονίες του Βέρκμαϊστερ»:
«Είναι μια κωμωδία της αποκάλυψης, ένα βιβλίο για έναν Θεό που όχι μόνο απέτυχε, αλλά δεν εμφανίστηκε καν στην εξέταση. Λιγότερο μανιακό, λιγότερο δέσμιο από το War and War, έχει στοιχεία ενός παραδοσιακού κοινωνικού μυθιστορήματος[…]είναι ένα απαιτητικό βιβλίο, αλλά και απαισιόδοξο, καθώς φαίνεται να ρίχνει επανειλημμένα ειρωνικά βέλη στην πιθανότητα μιας επανάστασης[…]Η απόλαυση του βιβλίου, αλλά και μια μορφή αντίστασης, πηγάζει από τις εξαιρετικές, εκτενείς, αυτοαναδρομικές προτάσεις του, που είναι θαύματα μιας χαλαρής συνειδησιακής ροής με ελάχιστα σημεία στίξης».
*Με πληροφορίες από: Los Angeles Times | MUBI | New Yorker