
Όταν η τιμή απαιτούσε αίμα: Η αιματηρή βεντέτα των Καουριάνων και Κουρικιάνων που ανάγκασε τον στρατό να επέμβει στη Μάνη…
Στα τέλη του 19ου αιώνα, βαθιά ριζωμένη στα πέτρινα χώματα της Μάνης, ζούσε ακόμη μία από τις πιο σκληρές παραδόσεις της ελληνικής υπαίθρου: ο γδικωμός ή η βεντέτα. Αυτός ο αιματηρός κύκλος εκδίκησης δεν ήταν απλώς ένας νόμος, αλλά ο ίδιος ο άγραφος κώδικας τιμής που ρύθμιζε τη ζωή, τις σχέσεις και την υπόληψη των ανθρώπων.
Σε μια κοινωνία όπου οργανωμένα δικαστήρια δεν υπήρχαν, η δικαιοσύνη απονεμόταν δια των όπλων, σύμφωνα με το πρωτόγονο δίκαιο του ισχυρότερου, και κάθε προσβολή –ακόμη και λεκτική– δεν έθιγε ένα άτομο, αλλά ολόκληρο το σόι ή το γένος στο οποίο ανήκε. Ο μη εκδικούμενος, αυτός που δεν κατάφερνε να «δικιώσει» τον πρόγονό του, θεωρούνταν δειλός, ανάξιος και περιφρονητέος, αναγκάζοντας τους Μανιάτες να είναι πάντα έτοιμοι να θυσιάσουν την ατομικότητά τους για την τιμή της φατριάς τους.
Διαβάστε επίσης: Η Κυριακή των box-to-box μέσων (vids)
Το θέατρο αυτής της πατροπαράδοτης βίας βρισκόταν στο χωριό Κύτα, γνωστό στους ντόπιους ως Πολύπυργο, λόγω των δεκάδων πολεμόπυργών του. Αυτές οι οχυρές πυργοκατοικίες, χτισμένες με την πέτρα της Μανιάτικης γης, δεν ήταν μόνο κατοικίες, αλλά σύμβολα δύναμης, ευημερίας και προειδοποίησης.
Οποιαδήποτε σύγκρουση στην Κύτα, λόγω της δεσπόζουσας θέσης της και της ισχύος των φατριών της, ήταν ικανή να σύρει ολόκληρη την περιοχή στον όλεθρο. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Μανιάτικη Ιστορία θα γραφόταν με τα πιο σκληρά γράμματα γύρω στο 1870-1871, όταν δύο πανίσχυρες πατριές του χωριού βρέθηκαν σε τροχιά ολοκληρωτικής σύγκρουσης: οι Καουριάνοι και οι Κουρικιάνη.
Η σπίθα που άναψε τον μικρό εμφύλιο Καουριάνων και Κουρικιάνων
Η αντιπαλότητα μεταξύ των Καουριάνων και των Κουρικιάνων ήταν παλαιά και οι παλιές έχθρες έβραζαν υπογείως για χρόνια, περνώντας από γενιά σε γενιά. Όλοι στην Κύτα γνώριζαν ότι το χωριό ήταν χωρισμένο σε δύο στρατόπεδα, που περίμεναν απλώς την κατάλληλη στιγμή για να λύσουν τους λογαριασμούς τους μια για πάντα.
Η σπίθα, όπως συχνά συνέβαινε στον γδικωμό, ήταν ένα περιστατικό φαινομενικά μικρό: ένας καυγάς, μία προσβολή της τιμής ή μια διεκδίκηση για λιγοστά βοσκοτόπια, κάτω από το φως των λυχναριών. Σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε ο άγραφος νόμος της τιμής, τέτοια συμβάντα δεν μπορούσαν να μείνουν αναπάντητα.
Οι επικεφαλείς των δύο πατριών, με την επιρροή τους σε ολόκληρη τη Δυτική Μάνη, συγκάλεσαν τα οικογενειακά συμβούλια, το Γεροντίκι, και αποφάσισαν ότι δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής. Ο πόλεμος ήταν πλέον αναπόφευκτος. Με το χτύπημα της καμπάνας και άλλους δυνατούς ήχους, η έχθρα κηρύχθηκε επίσημα, τηρώντας τους πατροπαράδοτους κανόνες του γδικωμού: η ανοιχτή κήρυξη της έχθρας έδινε το δικαίωμα στη φανερή φονική σύγκρουση, ενώ οποιαδήποτε «πουλητή» δολοφονία πριν την επίσημη κήρυξη θεωρούνταν πράξη άνανδρη.
Η κύτα μετατρέπεται σε πεδίο μάχης
Με την έναρξη της βεντέτας, η Κύτα μετατράπηκε σε ένα πεδίο μάχης. Το χωριό ερήμωσε από αθώους περαστικούς, οι οικογένειες έτρεξαν να οχυρωθούν στους πύργους τους, τους οποίους γέμισαν με πολεμιστές. Τα τουφέκια γέμιζαν, οι πολεμήστορες έπαιρναν θέσεις στα παραθυρόφυλλα και οι πυροβολισμοί αντηχούσαν μέρα-νύχτα στα βουνά.
Οι πρώτοι νεκροί δεν άργησαν να πέσουν. Στη Μανιάτικη παράδοση, κάθε σκοτωμός απαιτούσε αντεκδίκηση. Το αίμα ζητούσε κι άλλο αίμα, δημιουργώντας έναν αδυσώπητο κύκλο. Στο στόχαστρο των αντιπάλων έμπαιναν οι πιο δυνατοί και ικανοί άντρες της κάθε φατριάς, καθώς ο στόχος ήταν να πληγεί η καρδιά του σόι. Ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά ζούσαν κλεισμένα στα πέτρινα καταφύγια, ντυμένες στα μαύρα του πένθους, ο κατάλογος των θυμάτων μεγάλωνε. Ο αρχηγός των Κουρικιάνων, ο διαβόητος Κούρος Μαυρομιχάλης, έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην κλιμάκωση της σύγκρουσης.
Η σύγκρουση γρήγορα γενικεύτηκε. Οι συμμαχικές οικογένειες πήραν τα όπλα, με αποτέλεσμα η βεντέτα των Καουριάνων και Κουρικιάνων να λάβει διαστάσεις άνευ προηγουμένου σε ολόκληρη τη Δυτική Μάνη. Οι μάχες θύμιζαν μικρό εμφύλιο πόλεμο. Ακόμη και οι προσωρινές ανακοχές, οι λεγόμενες τρέβες, που συμφωνούνταν για μια αγροτική δουλειά ή μια κηδεία, κρατούσαν λίγο. Ο γδικωμός θα τελείωνε μόνο με την εξαφάνιση της μιας οικογένειας ή με τον ψυχικό συμβιβασμό, κάτι αδιανόητο για τους περήφανους Μανιάτες.
Η στιγμή που το κράτος επέβαλε τον νόμο
Καθώς οι μέρες περνούσαν, η κατάσταση στην Κύτα είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Ολόκληρη η περιοχή ζούσε σε τρόμο, με τους κατοίκους των ουδέτερων χωριών να κλείνονται στα σπίτια τους και να συσσωρεύουν τρόφιμα και νερό για να αποφύγουν τις αδέσποτες σφαίρες. Οι ιστορίες των φονικών συγκλόνιζαν την κοινή γνώμη πέρα από τα όρια της Λακωνίας, με τη βεντέτα να γίνεται σύμβολο της άγριας, παλιάς Μάνης, κάτι που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν μπορούσε πλέον να ανεχτεί.
Η κατάσταση έφτασε σε τέτοιο αιματηρό αποκορύφωμα που τελικά χρειάστηκε η άμεση παρέμβαση της πολιτείας. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας εκείνη την εποχή, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ο οποίος κατάγονταν μάλιστα από Μανιάτικη γενιά, πληροφορήθηκε το μακελειό και αποφάσισε να δράσει. Στα τέλη του 1871, έστειλε στη Μάνη ισχυρή στρατιωτική δύναμη, η οποία περιλάμβανε τμήματα Πυροβολικού υπό τον στρατηγό Θεόδωρο Δράκο.
Για πρώτη φορά, τα κανόνια του ελληνικού κράτους στήθηκαν απέναντι στους περήφανους μανιάτικους πύργους. Η είδηση της άφιξης του στρατού και η απειλή του βομβαρδισμού των οχυρωμάτων στάθηκε αρκετή για να κόψει τη φόρα των αντιμαχόμενων. Οι πυροβολισμοί σώπασαν. Οι αρχηγοί των δύο φατριών, αντιλαμβανόμενοι ότι η συνέχιση της σύγκρουσης θα έφερνε την ολοκληρωτική καταστροφή των σόι και των περιουσιών τους από τις κυβερνητικές δυνάμεις, αποφάσισαν επιτέλους να κλείσουν τον κύκλο του αίματος. Υπό την αιγίδα των αρχών, η βεντέτα τερματίστηκε, με τις τελικές διαπραγματεύσεις να λαμβάνουν χώρα σε κτίριο της Πάνω Κοίτας.
Η κληρονομιά των πύργων: Το τέλος μιας εποχής
Αυτός ο μεγάλος γδικωμός της Μάνης έμεινε στην ιστορία ως η τελευταία τόσο εκτεταμένη και φονική βεντέτα στην περιοχή. Οι πληγές, ωστόσο, παρέμειναν ανοιχτές για δεκαετίες. Οικογένειες θρηνούσαν τους χαμένους τους, πύργοι και σπίτια έμειναν ερειπωμένα, και η σιωπή της μεταπολεμικής Μάνης ήταν βαριά. Λέγεται ότι ορισμένοι επιζώντες της πλευράς που ηττήθηκε αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γενέθλια γη τους, μεταναστεύοντας σε άλλα χωριά για να γλιτώσουν τον κύκλο του αίματος που είχε ξεκληρίσει ή διώξει τους ηττημένους, βάζοντας τέλος σε τρεις γενιές πόνου.
Μετά την αιματοχυσία της Κύτας, η ίδια η κοινωνία της Μάνης συνειδητοποίησε το αδιέξοδο του άγραφου αυτού νόμου. Το ελληνικό κράτος ενίσχυσε την παρουσία του στην περιοχή, με τη δικαιοσύνη του νόμου να αρχίζει σιγά-σιγά να υπερισχύει της αυτοδικίας. Οι νέες γενιές Μανιατών απέφυγαν να ανοίξουν νέους κύκλους αίματος, με αποτέλεσμα οι βεντέτες να εξαφανίζονται σταδιακά.
Ο γδικωμός των Καουριάνων και των Κουρικιάνων στάθηκε ο τελευταίος μεγάλος σηματοδότης του τέλους μιας εποχής όπου η τιμή ξεπλένονταν μόνο με αίμα. Σήμερα, η ιστορία εκείνης της βεντέτας επιζεί ως θρύλος και προειδοποίηση. Η Κύτα εξακολουθεί να έχει τους περήφανους μεσαιωνικούς πολεμόπυργούς της, οι οποίοι όμως στέκουν πλέον ως αξιοθέατα μιας άλλης εποχής, και όχι ως οχυρά πολέμου. Η λέξη βεντέτα στη Μάνη ακούγεται πια μόνο σε διηγήσεις παππούδων ή σε βιβλία ιστορίας, αφήνοντας πίσω της μια πολιτισμική κληρονομιά που προκαλεί δέος. Η ιστορία αυτού του αιματηρού κύκλου αποτελεί ένα μοναδικό κεφάλαιο στην ελληνική ιστορία, υπενθυμίζοντας το βαρύ τίμημα που πλήρωσε μια κοινωνία για να μεταβεί από τον άγραφο νόμο του αίματος στον νόμο του κράτους.



















