
Η κλήρωση της Καϊράρ με τον Ολυμπιακό για το Τσάμπιονς Λιγκ και το περίεργο παιχνίδι της μοίρας
Η ιστορική πρόκριση της Καϊράτ Αλμάτι στη League Phase του Champions League για πρώτη φορά στην ιστορία της ξυπνά μνήμες και φέρνει στο προσκήνιο μορφές που σημάδεψαν τον σύλλογο και το καζάκικο ποδόσφαιρο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένας δικός μας άνθρωπος. Ο Στάθης (Ευστάθιος) Πεχλιβανίδης, ένας ποδοσφαιριστής που έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στην ιστορία της ομάδας, αποτελώντας για πολλούς τον πρώτο μεγάλο γκολεαδόρ της Καϊράτ στην κορυφαία κατηγορία της Σοβιετικής Ένωσης. Η αναμέτρηση του Ολυμπιακο στο Αλμάτι στις 9 Δεκεμβρίου με την Καϊράτ θα ξυπνήσει μνήμες.
Διαβάστε επίσης: Με Ντέσερς ο Παναθηναϊκός έκλεισε τις μεταγραφές
Γεννημένος το 1960 στο Τσιμκέντ, σε μια οικογένεια ελληνικής καταγωγής που είχε εκτοπιστεί από τον Καύκασο στο Καζακστάν, ο Πεχλιβανίδης μεγάλωσε σε συνθήκες δύσκολες αλλά βρήκε στο ποδόσφαιρο το μέσο για να αναδείξει το ταλέντο του. Ξεκίνησε την καριέρα του στη Μεταλουργκ Τσιμκέντ, όμως ήταν η μεταγραφή του στην Καϊράτ Αλμάτι το 1980 που τον καθιέρωσε ως σημείο αναφοράς. Στα δέκα χρόνια που φόρεσε τη φανέλα της, έγραψε 273 συμμετοχές και 94 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, ενώ παραμένει ο κορυφαίος σκόρερ της ομάδας στην ανώτατη κατηγορία της ΕΣΣΔ με 69 τέρματα.
Το 1983 υπέγραψε συμβόλαιο με τον Ολυμπιακό, όμως η υπόθεση έγινε γνωστή στο σοβιετικό καθεστώς και του απαγορεύτηκε για έναν χρόνο η έξοδος από τη χώρα.
Το όνομά του συνδέθηκε με μια μοναδική στιγμή: στις 3 Σεπτεμβρίου 1986 σημείωσε το ταχύτερο γκολ στην ιστορία του σοβιετικού πρωταθλήματος, μόλις στο 10ο δευτερόλεπτο εναντίον της πανίσχυρης Ντιναμό Κιέβου του Λομπανόφσκι. Ηταν η απόδειξη της εκρηκτικότητας, της δύναμης και της ικανότητάς του να σκοράρει με κάθε τρόπο. Δικαίως χαρακτηρίστηκε «Καζάκος γκολεαδόρ», ενώ η φυσιογνωμία του έγινε συνώνυμο του επιθετικού που δεν φοβόταν καμία άμυνα.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Πεχλιβανίδης ακολούθησε το όνειρο της επιστροφής στη γη των προγόνων του και αγωνίστηκε στον Λεβαδειακό, κουβαλώντας όμως έναν σοβαρό τραυματισμό που τον εμπόδισε να ξεδιπλώσει πλήρως το ταλέντο του στην Ελλάδα. Παρά τις δυσκολίες, παρέμεινε κοντά στο ποδόσφαιρο, αναλαμβάνοντας αργότερα προπονητής σε ακαδημίες, μεταδίδοντας την εμπειρία και το πάθος του στις νεότερες γενιές.
Το 2017 η Καϊράτ τίμησε τον άνθρωπο που της χάρισε τόσες στιγμές δόξας, δίνοντας το όνομά του στη νέα ποδοσφαιρική ακαδημία της. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2021, το βραβείο του πρώτου σκόρερ του καζακικού πρωταθλήματος πήρε επίσης το όνομά του, αναγνωρίζοντας τη διαχρονική του αξία.
Σήμερα, που η Καϊράτ πανηγυρίζει την ιστορική πρόκριση στη φάση των ομίλων της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, ο 65χρονος σήμερα, Στάθης Πεχλιβανίδης έρχεται να ενώσει το ένδοξο παρελθόν με το παρόν και να θυμίσει ότι οι μεγάλες επιτυχίες χτίζονται πάνω στην παρακαταθήκη θρύλων. Για την Καϊράτ, ο Πεχλιβανίδης θα είναι πάντα το σημείο αναφοράς, η ψυχή του γκολ και το σύμβολο μιας ομάδας που τώρα κοιτάζει στα μάτια την ευρωπαϊκή ελίτ. Για την Ελλάδα ο απόλυτος συνδετικός κρίκος με την άκρη του κόσμου και τη διαχρονική δόξα του ποδοσφαίρου.
Η Καϊράτ και ο Ολυμπιακός
Ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξή του στη SportDay θυμήθηκε τη διαδρομή του σαν να αφηγείται ένα παλιό παραμύθι, γεμάτο μύθους, ευκαιρίες που χάθηκαν και στιγμές δόξας. Η οικογένειά του είχε τις ρίζες της στον Πόντο, όμως μέσα από περιπέτειες, εξορίες και ταλαιπωρίες κατέληξε στο Καζακστάν, όπου εκείνος γεννήθηκε το 1960. Όπως συνήθιζε να λέει, το επώνυμο «Πεχλιβανίδης» προέκυψε από τον παππού του, που νίκησε έναν Τούρκο σε πάλη και έμεινε γνωστός ως «Πεχλιβάν» – το παλικάρι.
Μεγάλωσε στο Τσιμκέντ και εκεί έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα. Στα 19 του σημείωσε 28 γκολ στη δεύτερη κατηγορία και σύντομα βρέθηκε στην Καϊράτ Αλμάτι, τη μεγάλη ομάδα του Καζακστάν. Όπως τόνιζε, εκείνη την εποχή οι μεταγραφές δεν γίνονταν με συμβόλαια και χρήματα∙ μια ομάδα απλώς σε πλησίαζε και σου έδινε ένα σπίτι για να αγωνιστείς γι’ αυτήν.
Με την Καϊράτ έγινε γνωστός σε όλη την ΕΣΣΔ, φτάνοντας να σημειώσει το ταχύτερο γκολ στην ιστορία του σοβιετικού πρωταθλήματος, μόλις στο 10ο δευτερόλεπτο κόντρα στη Ντιναμό Κιέβου. Η φήμη του έφτασε μέχρι την Ελλάδα, όπου για χρόνια οι εφημερίδες έγραφαν πως ο Ολυμπιακός θα τον ντύσει στα ερυθρόλευκα. Ο ίδιος παραδεχόταν ότι είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον Πειραιά, όμως το σοβιετικό καθεστώς μπλόκαρε τη μεταγραφή. «Με κατέστρεψαν», έλεγε συχνά, εξηγώντας ότι το καθεστώς θεώρησε πως είχε ενεργήσει κρυφά, κι έτσι όχι μόνο έμεινε μακριά από τον Ολυμπιακό, αλλά βρέθηκε και σε δυσμενή θέση στην πατρίδα του.
Αργότερα αποκάλυπτε ότι και ο Παναθηναϊκός είχε ενδιαφερθεί, ακόμη και με προσφορά ενός εκατομμυρίου δολαρίων το 1988, όμως ούτε τότε του επέτρεψαν να φύγει. Όταν τελικά το 1990 μπόρεσε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, ήταν πια υπέρβαρος και οι δοκιμές του στον Παναθηναϊκό δεν ευοδώθηκαν. Τον υποδέχτηκε ο Λεβαδειακός, όπου έμεινε αξέχαστος για τα εκρηκτικά του σουτ και τον ιδιότυπο χαρακτήρα του. Ο ίδιος αστειευόταν πως στην πρώτη του εμφάνιση στην προπόνηση οι συμπαίκτες – Ο Χόρχε Μπάριος συγκεκριμένα – τον πέρασαν για… μασέρ λόγω της κοιλίτσας του.
Ακαδημία με το όνομά του
Παρά τα κιλά και τους τραυματισμούς, έδειξε την κλάση του. Σούταρε με δύναμη και με τα δύο πόδια, κάτι που, όπως έλεγε, το όφειλε στον πατέρα του. Στην προπόνηση σούταρε ακόμη και ξυπόλυτος, προκαλώντας την απορία των τερματοφυλάκων. «Εμείς πονάμε με παπούτσια κι εσύ ρίχνεις κεραυνούς ξυπόλυτος;» του έλεγαν γελώντας.
Συχνά τον παρομοίαζαν με τον Βασίλη Χατζηπαναγή, τον «Νουρέγιεφ» του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο ίδιος δεν το αρνιόταν, αλλά τόνιζε τη διαφορά: «Εκείνος έκανε μαγικά με την μπάλα. Εγώ ήμουν περισσότερο κίλερ». Έπαιξε απέναντι σε θρύλους όπως ο Όλεγκ Μπλαχίν και σκόραρε σε νίκες της Καϊράτ επί της Ντιναμό Κιέβου.
Η καριέρα του ολοκληρώθηκε πρόωρα μετά από ρήξη αχίλλειου, αλλά η κληρονομιά του έμεινε ζωντανή. Στο Καζακστάν είναι ήρωας, με βιβλία και ακαδημία ποδοσφαίρου στο όνομά του. Στην Ελλάδα, αντίθετα, έμεινε ως ένας «αστικός μύθος», ένας ποδοσφαιριστής που όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν αλλά λίγοι τον είδαν πραγματικά να αγωνίζεται. Ένας Έλληνας του Καζακστάν, που συνδύασε την παράδοση της οικογένειας με το πάθος του γκολ και την αύρα του ανεκπλήρωτου ονείρου.
Πηγή:in.gr