Νίκολιτς: «Το πρότζεκτ στην ΑΕΚ θα είναι υγιές την επόμενη χρονιά – Στόχος το Κύπελλο, η τριάδα στο πρωτάθλημα και η οκτάδα στο Conference League»

Νίκολιτς: «Το πρότζεκτ στην ΑΕΚ θα είναι υγιές την επόμενη χρονιά – Στόχος το Κύπελλο, η τριάδα στο πρωτάθλημα και η οκτάδα στο Conference League»

Για τους στόχους της ΑΕΚ και για τον λόγο που επέλεξε την Ένωση μίλησε μεταξύ άλλων ο Μάρκο Νίκολιτς, σε Μέσο της χώρας του.

Μεγάλη συνέντευξη στη Σερβία έδωσε ο προπονητής της ΑΕΚ, Μάρκο Νίκολιτς.

Ο Νίκολιτς μίλησε σε Μέσο της χώρας του για όλους και για όλα. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στις απαιτήσεις που υπάρχουν στην ΑΕΚ, τον λόγο που επέλεξε την Ένωση, την μεγάλη στήριξη από διοίκηση και Ριμπάλτα, ενώ σαν στόχο έθεσε την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας, την πρώτη τριάδα στη Superleague και τo top-8 στο Conference League.

Διαβάστε επίσης: Μάντσεστερ Σίτι – Λίβερπουλ: Η «μητέρα όλων των μαχών» 2.0

Αναλυτικά η συνέντευξη του Νίκολιτς

Για την προσπάθεια της ΑΕΚ να κατακτήσει τρόπαια: «Το πιο δύσκολο είναι να πεις αν θα έρθουν τα τρόπαια. Είναι κάπως αναμενόμενο, δεν θα πω δεδομένο, αλλά αναμενόμενο, ότι, στο επίπεδο όπου βρισκόμαστε, πρέπει να υπάρχουν τρόπαια. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι.

Ο δρόμος προς το τρόπαιο δεν είναι εύκολος. Καθόλου. Σε καμία χώρα από όσες έχουμε βρεθεί. Απαιτεί πολλή δουλειά, θυσία, προσπάθεια, ενέργεια, αφοσίωση και, στο τέλος, λίγη τύχη. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η διαδικασία, ο δρόμος προς τα τρόπαια. Ήδη έχουμε κάνει σημαντικά βήματα σε αυτόν τον δρόμο και αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα».

Για τις προκρίσεις του καλοκαιριού που οδήγησαν στη League Phase του Conference League: «Πετύχαμε τον πρώτο μεγάλο στόχο της φετινής σεζόν, που ήταν η πρόκριση στους ομίλους μιας ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Το κάναμε με ιστορικό τρόπο για την ΑΕΚ, αν σκεφτεί κανείς ότι ποτέ πριν ο σύλλογος δεν είχε περάσει τρεις γύρους προκριματικών, όπως συνέβη φέτος το καλοκαίρι, γεγονός που από μόνο του έδωσε ώθηση σε όλη την προσπάθεια.

Για εμάς, ως νέο προπονητικό τιμ και για το σύλλογο με νέα διοίκηση και διευθυντή ποδοσφαίρου. Από εκεί και πέρα, οι προσδοκίες εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Από μια εξαιρετικά ταπεινή αφετηρία, φτάσαμε σε μια θέση τυπική για τα Βαλκάνια. Οι Έλληνες μοιάζουν με εμάς, με τους Τούρκους ή τους άλλους λαούς της περιοχής ως προς αυτό, να μην πω ότι είναι ίσως και πιο ακραίοι.

Τώρα περιμένουν από την ΑΕΚ, όπου κι αν εμφανίζεται, να κερδίζει και μάλιστα εύκολα. Είμαστε ακόμα μακριά από αυτό, αλλά βαδίζουμε σωστά. Ξεκινήσαμε καλά στο Κύπελλο, με τρεις νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια, είμαστε σταθεροί στο πρωτάθλημα, παίζουμε στην Ευρώπη… Αν τα δεις όλα μαζί, στα πρώτα είκοσι περίπου παιχνίδια έχουμε κάνει σημαντικά πράγματα στον δρόμο προς ένα πιθανό τρόπαιο που αν όλα πάνε καλά θα έρθει τον Μάιο».

Για το αν υπάρχει υπομονή από τη διοίκηση ώστε να μπορέσει να φτιαχτεί η ομάδα που θα μπορεί να κατακτήσει τρόπαια: «Αισθάνομαι κι εγώ έτσι. Τώρα, το αν αυτό μπορεί να κρατήσει πραγματικά στα Βαλκάνια, αν η υπομονή θα αντέξει μέχρι τέλους, είναι δύσκολο να το προβλέψουμε.

Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι μεγάλη στήριξη από το σύλλογο, κυρίως από τον διευθυντή, τον Χαβιέρ Ριμπάλτα, ύστερα από πρόσκληση του οποίου ήρθα εδώ. Η γνωριμία μας εξελίχθηκε σε φιλία κατά την κοινή μας παρουσία στη Ρωσία, εγώ στη Λοκομοτίβ και εκείνος στη Ζενίτ, όπου ήταν αθλητικός διευθυντής για τέσσερα χρόνια.

Μετά, ο Ριμπάλτα ήθελε να συνεργαστούμε και στην Πάρμα. Το καλοκαίρι αυτό κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια κι εγώ το εκτίμησα πολύ για να έρθω και να γίνω προπονητής της ΑΕΚ».

Για τα νέα πρόσωπα σε πολλές θέσεις στην ΑΕΚ: «Μπορούμε να πούμε ότι είμαστε σχεδόν όλοι καινούργιοι στις βασικές θέσεις, και πιστεύω πως το πρότζεκτ μας θα είναι υγιές την επόμενη χρονιά.

Αυτή τη στιγμή το απολαμβάνω απολύτως. Η πρόκριση στην Ευρώπη βοήθησε πολύ, γιατί δημιούργησε μεγάλη ευφορία και τεράστια ικανοποίηση στους φιλάθλους. Το απολαμβάνω γιατί το γήπεδο είναι γεμάτο σε κάθε παιχνίδι. Εδώ οι άνθρωποι αγαπούν το ποδόσφαιρο με πάθος».

Για τη δυσκολία ενός νέου ξεκινήματος μετά από μια τριετία στην οποία η ΑΕΚ πορεύτηκε με τον Αλμέιδα: «Το προηγούμενο πρότζεκτ ολοκληρώθηκε οριστικά και πέρυσι ξεκίνησε ένα νέο, αλλά δειλά. Τώρα έχουμε ήδη κάνει σημαντικά βήματα στην ανανέωση της ομάδας. Έχουμε ήδη αλλάξει έξι παίκτες το καλοκαίρι. Για παράδειγμα, ο Πολωνός Νταμιάν Σιμάνσκι ήταν αρχηγός της ομάδας, ο Έρικ Λαμέλα, ένα μεγάλο όνομα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ο Άντονι Μαρσιάλ, ο Πάολο Φερνάντες… Όλοι αυτοί έπαιξαν τον ρόλο τους.

Την ίδια στιγμή, έχουμε ακόμη 12 παίκτες στο υπάρχον ρόστερ των οποίων τα συμβόλαια λήγουν τον Ιούνιο, επομένως η διαδικασία ανανέωσης θα συνεχιστεί τον χειμώνα και το επόμενο καλοκαίρι. Κάποια πράγματα έχουν ήδη γίνει, πρόσθετα βήματα θα γίνουν τον χειμώνα και τα τελικά το καλοκαίρι. Όλοι αυτοί είναι λόγοι για τους οποίους αντικειμενικά αυτή η ομάδα θα πρέπει να φτάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων της την επόμενη σεζόν.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ήδη από φέτος, που είμαστε “ζωντανοί” και στις τρεις διοργανώσεις, δεν θα παλέψουμε και δεν θα δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό για να πετύχουμε καλά αποτελέσματα. Στην Ευρώπη, στόχος είναι να φτάσουμε στην άνοιξη και μετά βλέπουμε πόσο μακριά μπορούμε να πάμε. Εγώ, για παράδειγμα, θα ήμουν ικανοποιημένος με τα προημιτελικά, κι από τη στιγμή που φτάνεις εκεί, τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα… αλλά ας μην πούμε περισσότερα, πάμε βήμα-βήμα. Στο Κύπελλο έχουμε τρεις νίκες σε ισάριθμα ματς της φάσης των ομίλων, περιμένω να φτάσουμε στον τελικό.

Στο πρωτάθλημα θα είναι σκληρή μάχη, Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ είναι πραγματικά καλές ομάδες, ο Παναθηναϊκός είναι εξαιρετικός, με έναν εξαιρετικό προπονητή (τον Ράφα Μπενίτεθ), αλλά έχουμε ήδη χάσει αρκετούς βαθμούς απέναντί τους. Ο Άρης είναι εδώ, υπάρχουν κι άλλες επικίνδυνες ομάδες, όπως ο Λεβαδειακός. Περιμένω να παλέψουμε για τις τρεις πρώτες θέσεις, αυτός θα είναι ο στόχος μας για φέτος: να τερματίσουμε πρώτοι, δεύτεροι ή τρίτοι στο πρωτάθλημα. Οι Έλληνες έχουν φέτος τέσσερις ομάδες στις διοργανώσεις της UEFA, κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία τους.

Είναι ένα φανταστικό αποτέλεσμα: ο Ολυμπιακός στο Champions League, ο ΠΑΟΚ και ο Παναθηναϊκός στο Europa League, κι εμείς στο Conference League. Και την επόμενη χρονιά θα έχουν ακόμη καλύτερη αφετηρία, δύο ομάδες στα προκριματικά του Champions League και δύο στη μάχη για το Europa League, με καλές αρχικές θέσεις. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να βρεθούμε όσο το δυνατόν ψηλότερα στο πρωτάθλημα και να παλέψουμε για κάθε βαθμό».

Για τους λόγους που διάλεξε την ΑΕΚ: «Αλήθεια είναι αυτό. Ήρθα από έναν τεράστιο σύλλογο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και έχω ήδη μιλήσει, σε προηγούμενη συνέντευξή μου στο Mozzart, για τους λόγους που έφυγα από την ΤΣΣΚΑ, για πρώτη φορά δημόσια. Οι βασικοί λόγοι που είμαι στην ΑΕΚ είναι ίδιοι με εκείνους που με κράτησαν στη Μόσχα: ένας τεράστιος, παραδοσιακός σύλλογος, με στρατιά φιλάθλων να τον ακολουθεί. Είναι χαρά να είσαι προπονητής και παίκτης σε αυτό το γήπεδο. Κάθε αγώνας έχει εορταστική ατμόσφαιρα.

Είναι κάτι που πρέπει να το ζήσεις κι εγώ πραγματικά απολαμβάνω κάθε παιχνίδι, είτε ο αντίπαλος είναι ο ΠΑΟΚ, ο Ολυμπιακός ή ο Ατρόμητος στο πρωτάθλημα, είτε η Άντερλεχτ ή η Αμπερντίν στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ο κόσμος ζει με την ομάδα. Είναι απίστευτα δεμένοι. Ενδιαφέρονται για τα πάντα, κάθε μέρα. Παλιά υπήρχαν τέσσερις ή πέντε καθημερινές εφημερίδες που ασχολούνταν αποκλειστικά με την ΑΕΚ όχι με τον αθλητισμό γενικά, αλλά μόνο με την ΑΕΚ. Τώρα αυτό έχει μεταφερθεί στα διαδικτυακά μέσα, αλλά παραμένουν πάρα πολλά. Και αυτό περνάει σε όλους: οδηγούς λεωφορείων, σερβιτόρους, διανομείς, ανθρώπους που δουλεύουν σε ανθοπωλεία, μαγαζιά, λαϊκές.

Οι άνθρωποι ζουν το ποδόσφαιρο, έτσι είναι, ανοιχτοί ή, με την πιο όμορφη έννοια της λέξης, απλοί. Μου αρέσει πολύ αυτό. Ένιωσα τόσο θερμή υποδοχή, που ειλικρινά δεν την περίμενα. Ταυτόχρονα, αυτό δημιουργεί και μια υποχρέωση για μένα, όπως και η έναρξη της σεζόν, υπό την έννοια της προσδοκίας για κάποιο αποτέλεσμα. Όπου κι αν εμφανιστείς, ο κόσμος είναι ευγενικός, λατρεύει τους παίκτες και τον προπονητή της ΑΕΚ. Υποθέτω ότι υπάρχει και η άλλη πλευρά, όταν τα αποτελέσματα δεν είναι καλά, αλλά δεν το έχω ζήσει ακόμη. Οφείλω να το αναφέρω».

Για τις ρίζες της ΑΕΚ: «Η σύνδεση ανάμεσα στην ΑΕΚ και τους φιλάθλους της έχει τις ρίζες της στους πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη. Το γράμμα “Κ” στο όνομα ΑΕΚ σημαίνει “Κωνσταντινουπόλεως”. Η περιοχή της πόλης όπου βρισκόμαστε ονομάζεται Νέα Φιλαδέλφεια, το γήπεδο είναι η Αγία Σοφία.

Σε αυτή τη γειτονιά της Αθήνας οι άνθρωποι είναι 100% ΑΕΚτζήδες, γιατί εδώ εγκαταστάθηκαν πρώτοι οι πρόσφυγες από την Πόλη. Όλα αυτά μαζί δημιουργούν ένα ξεχωριστό συναίσθημα όταν δουλεύεις για αυτόν τον σύλλογο. Ακόμα και οι εργαζόμενοι είτε είναι από το media team, είτε από την ασφάλεια, είτε τα παιδιά που φροντίζουν το γήπεδο, όλοι είναι φίλαθλοι της ομάδας.

Γι’ αυτό υπάρχει τόση συγκίνηση παντού. Και ταυτόχρονα, δέσμευση. Τουλάχιστον για μένα, γιατί έτσι το βιώνω. Είναι όμορφο να είσαι προπονητής της ΑΕΚ και, με βάση τον χαρακτήρα μου είτε μου κάνει καλό είτε όχι, είτε μια μέρα μου στοιχίσει στην υγεία, θα το δούμε. Αλλά δημιουργεί μια υποχρέωση. Μια μικρή πίεση. Για όλα τα υπόλοιπα που έχει αυτή η δουλειά είμαι συνηθισμένος, μπορώ να τα διαχειριστώ, και τώρα θέλω να ανταποδώσω σε αυτούς τους ανθρώπους».

Για την πίεση των αποτελεσμάτων και του πρωταθλητισμού: «Το έχω συζητήσει πολλές φορές με φίλους, όχι μόνο από το ποδόσφαιρο, αλλά και από το μπάσκετ, το πόλο, ακόμη και με το τεχνικό μου τιμ. Για να μην παρεξηγηθώ, το έχω ορίσει ως εξής: αν δεν βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον που κουβαλά πίεση, τότε δεν είσαι στο σωστό μέρος. Γιατί τότε είσαι σε μια ομάδα από την όγδοη ως τη 15η θέση, όπου είναι εντάξει να κερδίζεις ένα ματς, να χάνεις δύο, να φέρνεις ισοπαλία και να επαναλαμβάνεται το ίδιο.

Όλα καλά γιατί με τρεις βαθμούς ανεβαίνεις από τη 14η στη 10η θέση. Δεν θεωρώ ότι αυτή η δουλειά είναι εύκολη, ούτε υποτιμώ την εργασία σε τέτοιους συλλόγους, αλλά έτυχε από τον Παρτιζάν το 2013 έως σήμερα, το 2025 να δουλεύω σε συλλόγους που είναι οι μεγαλύτεροι ή ανάμεσα στους μεγαλύτερους στις χώρες τους. Τέτοια περιβάλλοντα απαιτούν πάντα τους υψηλότερους στόχους.

Κάθε παιχνίδι πρέπει να κερδίζεται, είτε είναι πρωτάθλημα, είτε Ευρώπη, είτε Κύπελλο. Δεν μπορείς να έχεις δύο κακά αποτελέσματα στη σειρά, πόσο μάλλον τρία ή τέσσερα. Οι συνεργάτες μου κι εγώ έχουμε μάθει να δουλεύουμε κάτω από αυτές τις συνθήκες. Μου φαίνεται πως αυτό ταιριάζει στον χαρακτήρα μου».

Για το πως βιώνουν τις νέες συνθήκες οι συνεργάτες του, τους οποίους έχει χρόνια στο πλευρό του: «Μερικές φορές βλέπω ότι δεν τους είναι εύκολο, γιατί υπάρχει διαρκής πίεση από μέρους μου, με την έννοια ότι πρέπει πάντα να υπάρχει το “παραπάνω”, το “καλύτερα”.

Ο αθλητισμός είναι έτσι, και η ΑΕΚ είναι ένας τέτοιος σύλλογος. Είναι πολύ πιθανό κάποια μέρα να δουλέψω σε έναν σύλλογο με διαφορετικές φιλοδοξίες και προφίλ. Μπορεί να συμβεί σε κάποια φάση της καριέρας μου, γιατί όχι; Και αυτό είναι μια διαφορετική πρόκληση. Αλλά προς το παρόν είμαι σε έναν σύλλογο που, όπως και οι προηγούμενοι, είναι μεγάλος.

Έτσι ήταν από τον Παρτιζάν, την Ολίμπια, τη Βίντι της εποχής της, μέχρι τη Λοκομοτίβ, τη Σαμπάμπ, την ΤΣΣΚΑ και τώρα την ΑΕΚ. Και ανάλογα με το μέγεθος, υπάρχουν και άνθρωποι με φιλοδοξίες».

Για την παρουσία των Σέρβων ποδοσφαιριστών στην ομάδα: «Ήταν πάντα καλό. Έρχονται και οι νέες γενιές. Παλαιότερα, η διαφορά ηλικίας μεταξύ εμένα και των παικτών που έφερνα σε μια ομάδα ήταν τρία έως πέντε χρόνια, ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι, κάτι που σημαίνει ότι μεγαλώσαμε με τις ίδιες ή παρόμοιες αξίες, ζήσαμε παρόμοιες ζωές, οπότε η αμοιβαία κατανόηση ερχόταν πιο εύκολα.

Τώρα η διαφορά είναι περίπου είκοσι χρόνια ανάμεσα σε μένα και στα παιδιά που έρχονται. Πάντα μου άρεσαν οι Σέρβοι παίκτες, για να είμαι ακριβής, οι παίκτες από τα Βαλκάνια. Καμία διαφορά. Είχα φανταστική συνεργασία με ποδοσφαιριστές από την Κροατία. Σκέφτομαι τον Βέντραν Τσόρλουκα στη Λοκομοτίβ, τον Κρίστιαν Μπίστροβιτς στην ΤΣΣΚΑ και τώρα τον Ντομαγκόι Βίντα στην ΑΕΚ.

Πρέπει να τους αναφέρω, γιατί όταν έχεις την ευκαιρία να δουλέψεις μαζί τους, έρχεσαι πιο κοντά. Ο Βέντραν είναι φίλος μου, κι αφού τελείωσε την καριέρα του, έγινε βοηθός προπονητή στο τεχνικό τιμ της εθνικής Κροατίας. Πρόσφατα βρέθηκε στη Μόσχα, περάσαμε μαζί τρεις ή τέσσερις μέρες, εκείνος και οι συνεργάτες μου.

Από αυτές τις μακρές συζητήσεις αποκτάς επιπλέον γνώση για το γιατί οι Κροάτες κατάφεραν ό,τι εμείς όχι ακόμα, και τονίζω το “όχι ακόμα”, δηλαδή να φτάσουν δεύτεροι ή τρίτοι στον κόσμο. Αυτό είναι ένα ξεχωριστό θέμα».

Για τον Γκατσίνοβιτς: «Πρώτα απ’ όλα, και οι τρεις είναι εξαιρετικά παιδιά. Αυτή είναι η σημαντικότερη ιδιότητά τους. Είναι καλοί άνθρωποι, και μετά καλοί ποδοσφαιριστές. Έχουν σπουδαίες καριέρες. Οι ομάδες στις οποίες έχουν αγωνιστεί και τα αποτελέσματα που έχουν φέρει μέχρι σήμερα μιλούν από μόνα τους.

Ο Μίγιατ είναι εδώ και αρκετό καιρό, πράγματι, τον βρήκα εγώ εδώ, αλλά ο κόσμος ξεχνάει κι εμείς το θυμόμαστε συχνά και αστειευόμαστε γι’ αυτό το παιχνίδι Βοϊβοντίνα–Σερίφ στα προκριματικά του Europa League. Ο Μίγιατ ήταν μόλις 17 τότε και τον έβαλα να παίξει. Πριν από το ματς, ο παρατηρητής χτύπησε την πόρτα των αποδυτηρίων μας για να μας προειδοποιήσει ότι πρόκειται για λάθος και ότι πρέπει να αλλάξουμε το όνομα στο φύλλο αγώνα, επειδή ήταν πολύ μικρός.

Του απάντησα: “Ποιο λάθος; Όχι! Αυτός ο παίκτης θα παίξει.” Ήταν σχεδόν παιδί για μένα. Πήρε λίγα λεπτά συμμετοχής σε μια πολύ δυνατή ομάδα, τη Βοϊβοντίνα εκείνης της εποχής. Άρα, δεν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά εδώ ούτε συνεργαζόμαστε πρώτη φορά.

Έχει μάθει τη γλώσσα, τα παιδιά του γεννήθηκαν εδώ, η οικογένειά του είναι μαζί του, και θεωρείται σχεδόν ντόπιος. Μπορώ να πω ότι βρίσκεται σχεδόν στο καθεστώς αρχηγού. Το περιβραχιόνιο το φορά ο Πέτρος Μάνταλος, έχουμε τον Βίντα και τον Μουκουντί, αλλά ο Μίγιατ είναι στο ίδιο επίπεδο.

Το κοινό τον αγαπάει πολύ, γιατί δεν γίνεται αλλιώς, είναι από τους παίκτες που πάντα τα δίνουν όλα, μαχητικός, γρήγορος, παίζει στο όριο κι αυτοί οι ποδοσφαιριστές εκτιμώνται ιδιαίτερα από τον κόσμο. Πρόσφατα, μετά από έναν αγώνα, είχαμε μια ανοιχτή συζήτηση πάνω σε αυτό το θέμα, κάπως δύσκολη. Αυτά είναι εσωτερικά ζητήματα, αλλά ο διάλογος είχε να κάνει με αυτό ακριβώς που είπα: ότι από τον Γκατσίνοβιτς περιμένω να είναι πάντα αυτός ο παίκτης. Ο πρώτος, ο ηγέτης. Ο Μιγιάτ μπορεί και είναι.

Είναι αρχηγός με τον τρόπο του, και παρότι δεν φορά το περιβραχιόνιο, είναι ένας από τους αρχηγούς. Ως τέτοιος, δεν πρέπει ποτέ να τα παρατά. Αυτό ισχύει και για τους άλλους παίκτες μας, ειδικά όταν ο προπονητής τους είναι Σέρβος. Τους είπα: “Εγώ είχα Σέρβους παίκτες παντού, αλλά εσείς είχατε ποτέ Σέρβο προπονητή στο εξωτερικό;” Όχι! Πρέπει να μάθουν να ζουν με αυτό. Έχουμε μιλήσει πάνω σε αυτό, άλλες φορές ευχάριστα, άλλες λιγότερο, αλλά όλα είναι μέρος της σχέσης μας, διάλογοι γεμάτοι σεβασμό και αγάπη.

Δεν μπορεί να είναι δυσάρεστο, γιατί πλέον όλα εξετάζονται διαφορετικά. Όταν ο προπονητής είναι συμπατριώτης σου, οι πάντες σε κοιτούν “με διπλά μάτια”. Πρέπει να το γνωρίζουν αυτό. Πρέπει να αποτελούν παράδειγμα σε όλα — και το κάνουν. Προσπαθούν… Μπορεί να παίξουν λίγο καλύτερα ή λίγο χειρότερα, αυτό είναι το ποδόσφαιρο, δεν υπάρχει πρόβλημα, αλλά πρέπει να γλιστράνε, να πέφτουν, να παλεύουν για κάθε μπάλα».

Για το τι περιμένει από τους τρεις συμπατριώτες του: «Περιμένω να είναι οι ηγέτες αυτής της ομάδας. Και οι τρεις. Γιατί μπορούν. Έχουν την ποιότητα, και ως παίκτες και ως άνθρωποι. Ο Μιγιάτ είναι 30, ο Μάρκο 29, ο Λούκα 27. Δεν είναι πια “ο μικρός Μιγιάτ”, “ο μικρός Μάρκο” ή “ο μικρός Λούκα”. Πρέπει να βγουν από αυτόν τον ρόλο, παρότι ίσως να μην τον είχαν καν στις προηγούμενες ομάδες τους.

Τώρα είναι η στιγμή να αναλάβουν έναν διαφορετικό ρόλο, γιατί ήρθαν εδώ όχι για να είναι “ένας από τους πολλούς”, αλλά για να είναι οι ηγέτες αυτής της ομάδας με κάθε έννοια. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια περίοδο προσαρμογής σε αυτόν τον ρόλο, θα έλεγα πως πλησιάζουμε στο τέλος της, που δεν ήταν εύκολη για κανέναν, αλλά θα αποδειχθεί χρήσιμη για όλους. Πρώτα απ’ όλα γι’ αυτούς, και μετά για όλους μας μαζί».

Για το πότε θα αρχίσει να σκοράρει ξανά ο Γιόβιτς: «Θα το κάνει, θα το κάνει, σίγουρα. Το έχει μέσα του. Είναι σκόρερ! Οι ομάδες στις οποίες έχει παίξει το αποδεικνύουν, όπως και για τον Μιγιάτ και τον Γκρούγια. Μιλάμε για παίκτες πολύ υψηλής ποιότητας, διεθνείς της χώρας μας, χρυσοί νικητές του Μουντιάλ Νέων στη Νέα Ζηλανδία… Ο καθένας τους έχει περάσει από περιόδους με λιγότερα λεπτά συμμετοχής και περισσότερα προβλήματα. Εδώ όμως είναι το ιδανικό μέρος για να βρουν τη σταθερότητα και να γίνουν αυτό που πραγματικά μπορούν να είναι. Και πιστεύω πως όλοι τους μπορούν, ειδικά ο Λούκα, για τον οποίο μιλάμε τώρα. Θα σκοράρει σίγουρα.

Ήδη σκοράρει, απλώς πρέπει να βρει ρυθμό και να φτάσει τον αριθμό τερμάτων που όλοι περιμένουμε από αυτόν, γιατί μπορεί να το κάνει. Έχω πολύ καλό προαίσθημα γι’ αυτό. Αν ο Γιόβιτς είναι υγιής, κι εμείς θα κάνουμε τα πάντα για να μείνει υγιής, αν παίζει συνεχώς και βρει τη θέση του σε αυτή την ομάδα με τον σωστό τρόπο, περιμένω να πετύχει πάρα πολλά γκολ φέτος. Και να είναι ηγέτης της ομάδας, όχι μόνο στο σκοράρισμα, γιατί αυτό δεν είναι το μοναδικό του προσόν, κάθε άλλο. Ο Λούκα έχει πολλές ακόμη ποδοσφαιρικές αρετές».

Μόλις χθες, πριν τη συνέντευξη, συζητούσα με τους συνεργάτες μου πως οι επιθετικοί είναι ένα ιδιαίτερο είδος ανθρώπων και αθλητών. Σε όλα τα σπορ. Αν το δεις φιλοσοφικά, όλοι εμείς που δουλεύουμε στο ποδόσφαιρο, στην ουσία, δουλεύουμε για να σκοράρει στο τέλος ο επιθετικός. Αυτό είναι η κορυφή του παιχνιδιού, γιατί με 0-0 δεν μπορείς να κερδίσεις. Πρέπει να έχεις καλή άμυνα, το ξέρουν όλοι πως αυτό μου αρέσει, αλλά πρέπει και να βάλεις γκολ.

Το ίδιο ισχύει και στο μπάσκετ: όλοι κάνουν τα πάντα, αλλά ένας σκοράρει 25 πόντους και γίνεσαι πρωταθλητής Ευρώπης. Ή στο πόλο, όλοι προσπαθούν, αλλά ο Ντούσαν Μάντιτς ή ο Φίλιπ Φιλίποβιτς βάζουν επτά, οκτώ, δέκα γκολ. Το ίδιο και στο ποδόσφαιρο. Είμαι χαρούμενος που πάντα είχα τη δυνατότητα να δουλέψω με σπουδαίους επιθετικούς, που επηρέαζαν θετικά ολόκληρη την ομάδα».

Για το αν θα μπορέσει ο Γκρούγιτς να αγωνιστεί ξανά σε υψηλό επίπεδο: «Αυτό είναι το μοναδικό ερωτηματικό. Όσο για τον Λούκα, δεν θα τον έφερνα αν δεν πίστευα τα καλύτερα. Όλα εξαρτώνται από την υγεία του. Το σώμα του Μάρκο είναι εξαιρετικό, είναι καθαρά ποδοσφαιρικός τύπος, έχει φανταστική αντίληψη του παιχνιδιού, κάτι πολύ σημαντικό στις μέρες μας.

Ο ρόλος του έχει αλλάξει κάπως με τα χρόνια. Από το κλασικό “οκτάρι” ή “box to box” που ήταν σε όλη του την καριέρα, οι προπονητές τον βλέπουν πλέον περισσότερο ως “εξάρι”, κάποιοι μάλιστα τον έχουν δοκιμάσει και ως στόπερ. Εγώ πιστεύω πως μπορεί να είναι και “έξι” και “οκτώ”. Η τεχνική του, οι πάσες του, η συνολική του εικόνα μέσα στο παιχνίδι είναι εξαιρετικές, είναι ευφυής και επαγγελματίας. Είναι μεγάλη ατυχία που ταλαιπωρείται εδώ και καιρό από τραυματισμούς. Μέχρι τώρα τα πάει αρκετά καλά. Θα χρειαστεί ακόμη χρόνο για να επιστρέψει στην κλασική του φόρμα, αλλά ήδη έχει πάρει ικανοποιητικά λεπτά συμμετοχής αυτή τη σεζόν. Το πιο σημαντικό είναι να αρχίσει να παίζει ποδόσφαιρο ξανά.

Όχι απλώς να προπονείται, αλλά να αγωνίζεται σε έντονα, σημαντικά παιχνίδια και να βρει ρυθμό. Η καθημερινή προπόνηση δείχνει ότι ο Μάρκο βελτιώνεται μέρα με τη μέρα, και σε κάθε επόμενο ματς θα είναι καλύτερος. Είναι φυσιολογικό να περάσει και κρίσεις σε αυτή τη διαδικασία.

Ένας παίκτης που έλειψε καιρό λόγω τραυματισμών δεν μπορεί να πάει μόνο “ανηφορικά”. Είναι φυσικό να έχει μικρές πτώσεις. Αλλά με το πνεύμα που έχει, είμαι σίγουρος ότι θα τις ξεπεράσει, θα επιστρέψει στο επίπεδο που τον ξέρουμε και τότε αυτός ο σύλλογος θα πάρει τεράστια ώθηση».

Για τις αποδοκιμασίες που άκουσε και την κριτική που δέχεται από τα ΜΜΕ: «Αυτό δεν ισχύει. Ζούμε σε μια εποχή των media, όπου όλα διογκώνονται. Ήταν ένα από τα παιχνίδια του, όχι μόνο δικό του, αλλά ολόκληρης της ομάδας, που δεν πήγαν καλά. Ήταν το ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ.

Αδύναμο ματς για όλους μας. Αν είμαι ειλικρινής, ούτε καν τόσο αδύναμο: στο πρώτο ημίχρονο μπορούσαμε να έχουμε πετύχει δύο γκολ και τότε το παιχνίδι θα είχε πάρει άλλη τροπή, ίσως και να το είχαμε κερδίσει εύκολα. Δεχθήκαμε ένα γκολ τυχαία προς το τέλος του πρώτου μέρους, κάτι που μας σόκαρε και ψυχολογικά δεν μπορέσαμε να επανέλθουμε. Σε αυτό το δύσκολο ψυχολογικό πλαίσιο, έκανε κι ο Μάρκο κάποια λάθη και μετά δημιουργήθηκε η εικόνα…

Θα δείτε όμως, αν θέλει ο Θεός, πώς θα τον χειροκροτεί ο κόσμος. Ο Γκρούγιτς είναι αρκετά δυνατός, όπως όλοι μας. Με το κοινό είναι όπως με εμάς στην Παρτιζάν ή στον Ερυθρό Αστέρα, το ελληνικό κοινό είναι απαιτητικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν σε αγαπάει. Το αντίθετο. Και εγώ δέχθηκα κριτική μετά τον ΠΑΟΚ. Πρέπει να μάθεις να ζεις με αυτό, να το κουβαλάς στην πλάτη σου. Είναι ωραίο όταν σε χειροκροτούν, σε αγκαλιάζουν, σε αποθεώνουν, αλλά η κριτική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς μας.

Είναι πιο χρήσιμη από τον έπαινο. Από τα καλά λόγια δεν κερδίζεις και πολλά, πέρα από το ότι είναι ευχάριστα. Αντίθετα, η κριτική λειτουργεί για μένα ως επιπλέον κίνητρο. Μου δίνει ενέργεια να αποδείξω σε όλους ότι αυτά που γράφουν ή λένε, όπου κι αν είναι, δεν είναι ακριβώς έτσι».

Για τις 16 διαφορετικές εθνικότητες καλείται να διαχειριστεί στην ΑΕΚ: «Δεν είχα ποτέ ξανά τέτοια ποικιλομορφία σε ό,τι αφορά την εθνικότητα. Παρ’ όλα αυτά, εδώ δεν είναι κάτι που φαίνεται. Εντάξει, για όνομα του Θεού, είμαστε στον 21ο αιώνα, έχει ήδη περάσει το ένα τέταρτο του νέου αιώνα και κανείς δεν ασχολείται πια με το “από πού είναι ο καθένας”.

Αν είναι ντόπιος ή ξένος, δεν έχει καμία σημασία. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα, αυτό είναι στάνταρ διαδικασία σε όλες τις ομάδες μου. Το μεγαλύτερο ζήτημα για εμάς είναι το Κύπελλο Εθνών Αφρικής, αλλά φέτος άλλαξαν λίγο το καλεντάρι της διοργάνωσης, κάτι που μας βοηθάει. Έχουμε αρκετούς παίκτες που αγωνίζονται σε αφρικανικές εθνικές ομάδες και κάποιες φορές αστειευόμαστε λέγοντας πως ελπίζουμε να μην προκριθούν στα τελικά, χαχα!

Έχουμε Νοτιοαμερικανούς, παίκτες από την Κεντρική Αμερική, το Μεξικό, την Αϊτή, έπειτα από τη Σουηδία, τη Δανία, τη Σκανδιναβία, μέχρι τα Βαλκάνια, από Σερβία, Κροατία, Αλβανία και φυσικά την Ελλάδα. Τα αποδυτήρια είναι ενωμένα με έναν υγιή, αθλητικό τρόπο. Ακόμη και για μένα, που είναι η πρώτη φορά που υπάρχει τόση ποικιλία, είναι κάπως παράξενο το γεγονός ότι τα αποδυτήρια είναι τόσο χαρούμενα. Κάθε μέρα ακούγεται μουσική από εκεί.

Εξαρτάται ποιος θα προλάβει πρώτος να βάλει μουσική στα ηχεία. Συχνά ακούγεται και η δική μας μελωδία. Φυσικά, οι Σέρβοι, ή μάλλον οι Βαλκάνιοι, κυριαρχούν, μετά οι Έλληνες και οι Νοτιοαμερικανοί, εκεί υπάρχει… μάχη. Οι Σκανδιναβοί είναι πιο ήρεμοι σε αυτό το θέμα. Το γεγονός ότι έχουμε πολλές διαφορετικές κουλτούρες, ακόμη και θρησκείες, δεν μας βαραίνει. Αντίθετα, μας δίνει ποιότητα».

Για το αν τον προβληματίζουν οι συνεχείς αλλαγές προπονητών στην Ελλάδα: «Έχω ήδη εξηγήσει γιατί είμαι εδώ, ποιο είναι το πρότζεκτ και ποιοι είναι οι άνθρωποι που το καθοδηγούν. Κοιτάξτε το γήπεδο, το προπονητικό κέντρο, τη βάση των φιλάθλων… Η ιδέα είναι να χτιστεί μια νέα, δυνατή ΑΕΚ, μέσα στις συνθήκες που αναπτύσσεται το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Η εθνική ομάδα είναι επίσης πολύ ενδιαφέρουσα υπό τον Γιοβάνοβιτς. Αυτή τη στιγμή έχει “χάσει” το αποτέλεσμα, αλλά το 90% της σύνθεσής της αποτελείται από παιδιά 18 έως 22 ετών που ήδη παίζουν σε σοβαρούς συλλόγους ανά την Ευρώπη. Η εθνική Νέων κέρδισε πρόσφατα με 3-2 μέσα στη Γερμανία και είναι πρώτη στον όμιλό της. Οι Έλληνες έχουν τέσσερις ομάδες στους ομίλους των διοργανώσεων της UEFA, ο Ολυμπιακός κατέκτησε το Conference League πριν από δύο χρόνια. Όλα αυτά μαζί αποτέλεσαν τεράστιο κίνητρο για μένα να έρθω εδώ.

Θα εκπλαγείτε, αλλά η Ελλάδα δεν είναι από τις πρώτες χώρες σε αλλαγές προπονητών. Η Σερβία είναι… παγκόσμια πρωταθλήτρια, δυστυχώς. Δυστυχώς! Είμαστε πρώτοι, με αρνητικό τρόπο. Για παράδειγμα, στην Ιταλία αλλάζουν προπονητές πιο συχνά απ’ ό,τι στην Ελλάδα, ενώ η Ρωσία είναι εξαιρετικά σταθερή, έχει καλή ποδοσφαιρική κουλτούρα και δεν αλλάζει συχνά. Όλα εξαρτώνται από την κουλτούρα του συλλόγου, τη νοοτροπία του ποδοσφαίρου σε μια χώρα, τις σχέσεις και φυσικά τα αποτελέσματα.

Δείτε, για παράδειγμα, τον ΠΑΟΚ: σχεδόν δέκα χρόνια πορεύεται με τον ίδιο προπονητή, τον Ράζβαν Λουτσέσκου, με ένα σύντομο διάλειμμα στη Σαουδική Αραβία. Ο Λουτσέσκου ήταν αντίπαλός μου στο Europa League, όταν ήμουν στη Βιντεότον, και είναι ακόμη εδώ. Ο Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ βρίσκεται στην τρίτη του σεζόν στον Ολυμπιακό, ο Ράφα Μπενίτεθ μόλις ανέλαβε τον Παναθηναϊκό, και θα δούμε πόσο θα μείνει για να εφαρμόσει τη φιλοσοφία του, αν και πρόκειται για σταθερό κλαμπ. Ο προκάτοχός μου στην ΑΕΚ έμεινε τρία χρόνια. Εννοείται πως όλα εξαρτώνται από το περιβάλλον και τα αποτελέσματα, αλλά παντού είναι πρόκληση.

Θα ήθελα να μείνω εδώ για κάποιο διάστημα, να εξελιχθώ, αν και αυτό εξαρτάται πάνω απ’ όλα από τα αποτελέσματα, τις σχέσεις στο σύλλογο, το πρότζεκτ, τη στρατηγική. Δεν ανήκω στους προπονητές που φοβούνται την απόλυση. Είναι κομμάτι της δουλειάς μας. Αν και στην καριέρα μου δεν είχα πολλές. Κι όταν είχα, ήταν για λόγους διαφορετικούς, όχι αγωνιστικούς.

Γι’ αυτό οι σχέσεις είναι σημαντικές. Το νόημα είναι να δουλεύεις από την πρώτη έως την τελευταία μέρα σαν να πρόκειται να μείνεις εκατό χρόνια, να απολαμβάνεις τη διαδικασία. Έτσι σκεφτόμουν πάντα, ποτέ δεν αναρωτιόμουν “τι θα γίνει αν…”. Είναι τόσο υποθετικό που, αν το σκεφτόμασταν έτσι, θα ήταν επικίνδυνο ακόμη και να βγούμε στον δρόμο, μπορεί να σου πέσει μια γλάστρα στο κεφάλι».

Για τη σχέση που διατηρεί με την πρώην ομάδα του, ΤΣΣΚΑ Μόσχας: «Οι σχέσεις μου με την ΤΣΣΚΑ παραμένουν εξαιρετικές. Αμέσως μετά από αυτή τη συνέντευξη, έρχεται τηλεοπτικό συνεργείο του CSKA TV και θα μείνει πέντε μέρες για να ξεκινήσει τα γυρίσματα της δεύτερης σεζόν της σειράς “Μαμά, είμαστε ΤΣΣΚΑ”. Η σειρά έχει έξι επεισόδια, η πρώτη σεζόν προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον στη Ρωσία, όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους συλλόγους. Θέλουν να ανοίξουν τη νέα σεζόν με ένα επεισόδιο αφιερωμένο στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ρωσίας.

Όπως λένε, “να δούμε πού βρίσκεται τώρα ο δικός μας προπονητής, πώς ζει, τι κάνει…”. Όλα αυτά δείχνουν πολλά για τη σχέση μου με το σύλλογο. Ζούμε, βέβαια, σε μια εποχή των media, όπου γράφονται πάρα πολλά, συχνά αβάσιμα ή ανακριβή. Πάντα πίστευα ότι ορισμένα πράγματα που είναι εσωτερικά πρέπει να μένουν μέσα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαμε να είχαμε ξοδέψει 30 εκατομμύρια ευρώ πέρσι, αλλά, στο πλαίσιο του σχεδίου που υπήρχε, ίσως να μην συμφωνούσα με το να ξοδεύονται χρήματα με αυτόν τον τρόπο.

Δεν σημαίνει ότι τώρα δαπανώνται χρήματα και πέρσι δεν υπήρχε βούληση. Υπήρχε. Αλλά σε ορισμένα ζητήματα πίστευα ότι έπρεπε να εξοικονομήσουμε πόρους για το καλό του συλλόγου, και όχι να επενδύουμε σε κάθε παίκτη. Δυστυχώς, κάποιες καταστάσεις έδειξαν ότι είχα δίκιο.

Η ΤΣΣΚΑ πάει πολύ καλά φέτος. Προς το παρόν. Σταθερή, πολύ σταθερή, βασισμένη στον κορμό της περσινής ομάδας, σε Ρώσους παίκτες, σε νεαρούς από τις ακαδημίες, τον Κίσλιακ, τον Γκλεμπόφ, τον Λούκιν, τον Μουσάγεφ, τον Ομπλιάκοφ, μαζί με έμπειρους Ρώσους όπως ο Ντιβέγιεφ, ο Κρούγκοφ και φυσικά ο Ίγκορ Ακινφέεφ, καθώς και τους ξένους Μόιζες και Μίλαν Γκάιτς. Το θέμα δεν είναι να ξοδεύεις χρήματα. Το θέμα είναι να τα ξοδεύεις σωστά.

Να ξοδεύεις απλώς για να γράφουν τα ΜΜΕ δεν έχει κανένα νόημα. Ίσως θα μπορούσαμε να είχαμε ξοδέψει περισσότερα, αλλά δεν έχει νόημα να ξοδεύεις απλώς για να ξοδεύεις. Ο στόχος του πρότζεκτ είναι να επενδύονται χρήματα εκεί όπου πραγματικά χρειάζεται. Δεν είμαι, φυσικά, εναντίον των δαπανών, κάθε προπονητής είναι πιο χαρούμενος όταν έχει έναν συγκεκριμένο προϋπολογισμό στη διάθεσή του, αλλά αυτό πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την ιδέα της ανάπτυξης της ομάδας και του συλλόγου».

Για την Παρτίζαν και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται: «Λυπάμαι που ο Σρτζάν έφυγε, γιατί πιστεύω ότι έκανε καλή δουλειά, μαζί με τους ανθρώπους του συλλόγου. Καλή δουλειά, αυτό έχει σημασία. Κι αυτή είναι και η απάντηση στο προηγούμενο θέμα. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει η Παρτίζαν στη δεδομένη κατάσταση, πέρα από αυτό που έκανε; Αυτός είναι ο μόνος σωστός δρόμος. Είναι εύκολος; Όχι. Θα πάνε όλα ομαλά; Όχι.

Θα υπάρξουν δύσκολες μέρες; Σίγουρα ναι. Τότε είναι που πρέπει να δείξουμε σταθερότητα και πίστη στο πρότζεκτ. Γιατί παρουσιάστηκε ως δικό μας πρότζεκτ, με έμφαση στους νεαρούς παίκτες από τις ακαδημίες, τη Σερβία και την ευρύτερη περιοχή. Το πρότζεκτ απέκτησε ζωή, άρεσε στον κόσμο και, το πιο σημαντικό, ο κόσμος το πίστεψε. Οι φίλαθλοι άρχισαν να επιστρέφουν. Η Παρτίζαν πούλησε περίπου 10.000 διαρκείας, κάτι που δεν είχε συμβεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη. Μεγαλύτερη κι από οποιαδήποτε μέσα στο γήπεδο. Και με αυτό δημιουργήθηκε και κεφάλαιο, σε νεαρούς ποδοσφαιριστές, για το μέλλον του συλλόγου.

Θα μπορούσαν να είχαν κάνει δύο ή τρεις μεταγραφές το καλοκαίρι και να βάλουν χρήματα στα ταμεία, αλλά είχαν το θάρρος να συνεχίσουν να αναπτύσσουν την ομάδα ακόμη και μετά τον αποκλεισμό από την Ευρώπη, πιστεύοντας στο δυναμικό των παικτών. Σίγουρα υπάρχουν και λάθη. Υπάρχουν πάντα, αλλά θεωρώ ότι ο Σρτζάν έκανε καλή δουλειά, γι’ αυτό και λυπάμαι που έφυγε. Ο επόμενος προπονητής, όποιος κι αν είναι, έχει ως καθήκον να συνεχίσει σ’ αυτό το μονοπάτι. Γιατί αν τώρα έρθει κάποιος που θα αλλάξει τη φιλοσοφία του συλλόγου για κάποιο βραχυπρόθεσμο όφελος, ή για κάτι που φαίνεται ως βραχυπρόθεσμο, τότε δεν έχει δικαίωμα να το κάνει.

Το έχω πει και παλαιότερα. Δεν νομίζω ότι αυτή η χρονιά ήταν χρονιά όπου έπρεπε να επιδιωχθεί ένα μεγάλο αποτέλεσμα πάση θυσία — αν και οι συνθήκες τώρα δείχνουν ότι αυτό θα ήταν ανέφικτο. Όταν λέω “συνθήκες”, εννοώ και τα αποτελέσματα των άλλων ομάδων. Η Παρτίζαν είναι εδώ. Η επόμενη σεζόν είναι αυτή στην οποία η Παρτίζαν δεν έχει πια δικαίωμα να περιμένει.

Πρέπει, όπως λένε οι Άγγλοι, να φέρει αποτέλεσμα. Και συμφωνώ με αυτό. Συμφωνώ επίσης ότι η Παρτίζαν είναι σύλλογος όπου δεν υπάρχει χρόνος, όπου πρέπει να υπάρχει αποτέλεσμα, όλοι το ξέρουμε αυτό. Αλλά αυτή η χρονιά θα έπρεπε να είναι εκείνη της οικοδόμησης, ώστε την επόμενη να μην υπάρχει, απ’ όσο με αφορά, καμία κατανόηση ή δικαιολογία για κανέναν. Ιδίως από την πλευρά του κόσμου. Ήρθε η ώρα για αποτέλεσμα».

Για τον επόμενο προπονητή της Παρτίζαν: «Δεν ξέρω, πραγματικά δεν είναι δική μου δουλειά να επιλέγω προπονητή. Μπορώ να σχολιάσω γενικά, αλλά είναι σημαντικό να πω, επειδή το ακούω να λέγεται, ότι δεν το έκανα εγώ ούτε μου πέρασε από το μυαλό να προτείνω ποιος θα καθίσει στον πάγκο. Με συμβουλεύτηκαν, επειδή γνωρίζω τον άνθρωπο εδώ και πολλά χρόνια, κι εγώ απλώς είπα τη γνώμη μου για τον Μπλάγκογεβιτς, όπως και για κάποιους άλλους για τους οποίους με ρώτησαν. Φυσικά, η γνώμη μου ήταν θετική.

Έπειτα ανέφερα μερικά χαρακτηριστικά που πιστεύω ότι ο Σρτζάν επιβεβαίωσε. Όλοι έχουμε αρετές και αδυναμίες, όλοι οι προπονητές. Και τώρα, ποιος πρέπει να είναι ο προπονητής της Παρτίζαν; Είναι δύσκολο να το πω από τη θέση που βρίσκομαι. Δεν είναι εύκολη απόφαση για τη διοίκηση. Εκείνοι αποφάσισαν να αλλάξουν τον Σρτζάν, ο οποίος είχε ανεβάσει το επαγγελματικό επίπεδο στην Παρτίζαν σε αξιοζήλευτο βαθμό εκείνη την περίοδο, όπως και ο Σάλε Στάνογεβιτς παλαιότερα. Αυτοί είναι άνθρωποι της δουλειάς, προπονητές που το κάνουν αυτό χρόνια.

Το έχω ξαναπεί, δεν έχω πρόβλημα να το πω και πάλι: εδώ και περίπου 20 χρόνια, οι προπονητές αυτοί, είτε στο εξωτερικό, είτε στην Παρτίζαν, είτε στη Σερβία, είτε στις μικρές κατηγορίες, έχουν αφιερώσει τη ζωή τους σε αυτό το επάγγελμα. Αυτό είναι το Α. Μετά έρχεται το Β, το Γ, το Δ… Γι’ αυτό αναφέρω πάντα τον Στάνογεβιτς και τον Σρτζάν. Και οι δύο έβαλαν τα θεμέλια, ο καθένας με τον τρόπο του.

Και καθόρισαν τα στάνταρ. Η Παρτίζαν δεν πρέπει ποτέ να πέσει κάτω απ’ αυτά. Αυτό μπορώ να τους πω. Τι θα ήταν το χειρότερο; Αν έρθει τώρα κάποιος που δεν μπορεί να φτάσει αυτό το επίπεδο. Άρα, τώρα ο Παρτίζαν πρέπει να βρει κάποιον που να είναι τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με τον Σρτζάν, ή καλύτερος. Δεν είναι λογικό αυτό που λέω; Αυτό είναι όλο που μπορώ να πω».

Για το υπό ποιες συνθήκες θα επέστρεφε στην Παρτίζαν: «Το λέω συνεχώς, δεν υπάρχουν “συνθήκες”. Το έχω ξαναπεί – δεν μου αρέσει να τίθενται έτσι τα πράγματα, με όρους του τύπου “ο Μάρκο πρότεινε τον Σρτζάν”. Δεν μου περνά καν από το μυαλό. Αν με ρωτήσει κάποιος, μπορώ να εκφράσω τη γνώμη μου με τις καλύτερες προθέσεις, μπορεί και να κάνω λάθος.

Δεν πρέπει να “μπω” τώρα, ούτε αν κάποτε επιστρέψω στην Παρτίζαν. Θα ήταν το ίδιο όπως αυτό που έλεγα πριν για την ΑΕΚ, μεγάλη χαρά, αλλά και βάρος για μένα. Θα δημιουργούσε μια αίσθηση υποχρέωσης. Κανείς δεν πρέπει να “μπαίνει” κάπου έτσι, ειδικά εγώ, ούτε χρειάζονται ειδικές προϋποθέσεις. Αντίθετα, πρέπει να γίνει φυσικά, από όλες τις πλευρές. Να υπάρχει κοινό πρότζεκτ, κοινός στόχος, κοινή ιδέα, αλληλοαναγνώριση, αν θέλεις, και σε προσωπικό επίπεδο.

Τότε γιατί όχι; Κάποια μέρα. Ειλικρινά, νιώθω λίγο άβολα να μιλάω γι’ αυτό, γιατί πάντα μένει εκείνο το “να τος πάλι…” Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να μιλάμε έτσι, είναι ξεκάθαρο πόσο αγαπώ αυτόν τον σύλλογο και πόσο του εύχομαι τα καλύτερα. Αν μια μέρα συμβεί, αν χρειαστούν τις υπηρεσίες μου και υπάρχει φυσιολογικό κλίμα για κάτι τέτοιο, γιατί όχι; Δεν μου αρέσει όταν κάποιος γυρνά την πλάτη στον Παρτίζαν.

Θα βοηθήσω πάντα με όποιον τρόπο μπορώ. Αυτή τη στιγμή δεν είναι ρεαλιστικό να το κάνω από τη θέση του πρώτου προπονητή, αλλά θα βοηθάω τον Παρτίζαν με κάθε άλλο τρόπο, αν μπορώ».

Για το αν η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας από τον Παούνοβιτς θα λύσει τα προβλήματα της ομάδας: «Φυσικά όχι, δεν θα είναι όλα εντάξει, αλλά του έγραψα σε μήνυμα, όταν μιλήσαμε για την ένταξη του συνεργάτη μου, του Αλεξάνταρ Ρόγκιτς, στο τεχνικό τιμ της εθνικής: “Από τη δική μου πλευρά, ο κατάλληλος άνθρωπος στη σωστή θέση.” Για πολλούς λόγους. Το προφίλ του, τόσο ως ανθρώπου όσο και ως προπονητή, δείχνει ότι είναι προπονητής με όλη τη σημασία της λέξης.

Ο τρόπος που βλέπει το ποδόσφαιρο, ο τρόπος που προσεγγίζει τα πράγματα… Κατά τη γνώμη μου, είναι ένας πραγματικός προπονητής. Είναι απόλυτο κέρδος για το σερβικό ποδόσφαιρο που επιλέχθηκε ο Παούνοβιτς. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερη επιλογή. Έχει τη μέγιστη στήριξή μου, όπως φαίνεται άλλωστε. Η ΑΕΚ έχει τρεις διεθνείς. Ο Παούνοβιτς θα φέρει εντιμότητα, δουλειά, ιδέες, νέα ενέργεια και μια προσέγγιση σύγχρονη, σύμφωνη με την εποχή. Η εθνική βρίσκεται σε μια δύσκολη στιγμή και τα παιδιά δεν το αξίζουν αυτό.

Εκεί υπάρχουν εξαιρετικοί ποδοσφαιριστές και χαρακτήρες. Δυστυχώς, έχουμε ήδη χάσει τα πιο όμορφα χρόνια αυτής της γενιάς, χωρίς να πετύχουμε ένα μεγαλύτερο αποτέλεσμα από μια απλή πρόκριση. Δεν θεωρώ τεράστια επιτυχία, στο νέο σύστημα προκριματικών, την πρόκριση σε μια μεγάλη διοργάνωση, όπου υπάρχουν τόσες ευκαιρίες και όπου προκρίνονται σχεδόν όλες οι ποδοσφαιρικά αναπτυγμένες χώρες. Είναι επιτυχία, ναι, αλλά μιλώ για τη νοοτροπία. Όπως μιλούσαμε πριν για τον Παρτίζαν. Είναι αυτός ο μοναδικός μας στόχος; Είναι αυτό το παν;».

Για το αν έχει δεχθεί προσέγγιση από την εθνική Σερβίας και κατά πόσο περνάει από το μυαλό του να την αναλάβει μελλοντικά: «Όχι, σε καμία περίπτωση. Όχι, όχι, δεν το περίμενα. Ανεπίσημα, κάποιοι άνθρωποι ήρθαν σε επαφή, αλλά ήταν περισσότερο διερευνητικές κουβέντες. Κανείς δεν μου μίλησε ποτέ επίσημα γι’ αυτό, και πιστεύω ότι είναι ακόμη νωρίς για μένα να είμαι σε αυτή τη θέση. Είμαι Βελιγραδινός, περήφανος Σέρβος, στηρίζω την εθνική μου ομάδα, τη χώρα μου, και κάποιες δηλώσεις μου παλιότερα παρερμηνεύτηκαν.

Τώρα μπορώ να το πω άνετα, γιατί ο Βέλικο έχει ήδη αναλάβει και είμαστε σε επαφή και φυσικά, κάποια μέρα θα ήθελα να προπονήσω στη χώρα μου, όπως θα ήθελα να δουλέψω ξανά και για τον Παρτίζαν. Πιστεύω όμως ότι είναι ακόμη νωρίς. Είμαι προπονητής συλλόγου, αφοσιωμένος στην καθημερινή δουλειά, και σκοπεύω να το απολαύσω αυτό για καιρό ακόμα…

Ίσως σε κάποια ώριμα χρόνια, όχι “συνταξιοδοτικά”, αλλά ώριμα. Είναι η μεγαλύτερη δυνατή τιμή. Ήδη έχω υπάρξει προπονητής της εθνικής Σερβίας U19, και ένα από τα πιο όμορφα συναισθήματα, είτε είσαι παίκτης είτε προπονητής, σε οποιοδήποτε άθλημα, είναι να ακούς τον εθνικό ύμνο της χώρας σου».

Για τη μέχρι στιγμής καριέρα του και τους τίτλους που έχει κατακτήσει: «Από αυτή την άποψη είμαι ικανοποιημένος με την καριέρα μου: κύπελλα, πρωταθλήματα, τα πρωταθλήματα των χωρών όπου εργάστηκα, αλλά…

Ο καθένας έχει τη δική του οπτική πάνω σ’ αυτά τα πράγματα, και εμείς οι προπονητές δεν έχουμε μεταξύ μας ανταγωνισμό. Δεν υπάρχει μια λίστα όπως στο τένις, ένα ATP ranking των προπονητών, ώστε να παίρνεις πόντους από εδώ κι από εκεί.

Είμαι ικανοποιημένος, κοιτάζω τον εαυτό μου, την οικογένειά μου, τους συνεργάτες μου, απολαμβάνω κάθε νέα εργάσιμη ημέρα. Υπάρχουν κι άλλοι καλοί προπονητές, επιτυχημένοι σε μεγάλους συλλόγους. Τους έχω αναφέρει και σε αυτούς περιλαμβάνω τον Σλάβισα Γιοκάνοβιτς, τον Βέλικο Παούνοβιτς…

Αν έπρεπε να βάλουμε τους εαυτούς μας σε σειρά, ειλικρινά δεν ξέρω πώς θα το μετρούσα. Ο καθένας μας μπορεί να βρει τη δική του οπτική στα πράγματα. Είμαι ικανοποιημένος με όσα έχω πετύχει μέχρι τώρα, και δεν είναι ότι έχω χάσει τη δίψα μου. Το αντίθετο. Μόλις τώρα πεινάω πραγματικά».

Για τις διαφορές του τώρα σε σχέση με όταν έφυγε από τη Σερβία: «Πάρα πολύ διαφορετικός, σε όλα. Η εμπειρία είναι καθοριστικός παράγοντας, έχω πίσω μου πάνω από 80 παιχνίδια στο Champions League, στο Europa League και στο Conference League.

Μόνο αυτά αντιστοιχούν σε δύο γεμάτες σεζόν ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, αναμετρήσεις με την Μπάγερν, την Ατλέτικο, την Τσέλσι, τη Λάτσιο, την Τότεναμ, τη Μαρσέιγ… Και φυσικά ντέρμπι σε όλες τις χώρες όπου δούλεψα».

Για το αν θεωρεί ότι τώρα είναι πιο ψύχραιμος: Απολύτως. Όχι πάντα μέσα στο παιχνίδι, γιατί κάποιες φορές αφήνω συνειδητά να βγουν οι συναισθηματικές αντιδράσεις μου, αλλά πιστεύω ότι ο προπονητής πρέπει να είναι “μέσα” στην ομάδα, μαζί με τους παίκτες και το κοινό. Όμως στις αποφάσεις της καθημερινής δουλειάς, η εμπειρία βοηθά. Το ίδιο και το ίδιο το επίπεδο του ανταγωνισμού, σε κάνει να εξελίσσεσαι.

Αυτή η δουλειά είναι τέτοια που αν σταματήσεις για έναν χρόνο, τίθεται ζήτημα αν μπορείς να “πιάσεις ξανά το τρένο”, ή αν έχει ήδη φύγει. Δεν είμαι σίγουρος. Πρέπει να παρακολουθείς τα πάντα. Οι τάσεις αλλάζουν πολύ γρήγορα. Ακόμη και οι κανόνες αλλάζουν. Όταν ήμουν στη Σερβία, για να βγάλεις την μπάλα από την περιοχή, όλοι οι παίκτες έπρεπε να είναι εκτός αυτής. Αυτό είναι επαναστατική αλλαγή. Πώς λύνεις μια κατάσταση όταν ο αντίπαλος σε πιέζει ψηλά;

Για παράδειγμα, μέχρι πριν πέντε χρόνια, η μεσαία ζώνη κυριαρχούσε στο ποδόσφαιρο, σήμερα δεν υπάρχει καν. Το ποδόσφαιρο έχει πάει προς την κατεύθυνση του μπάσκετ, του πόλο, του χάντμπολ — γιατί υπάρχουν μόνο φάσεις άμυνας, επίθεσης και μετάβασης. Γιατί; Επειδή οι άνθρωποι έλυσαν το πρόβλημα των ζωνών 3-1, 3-2, 2-2, 2-3, ό,τι θες. Το ανέλυσαν και το έλυσαν, και γι’ αυτό σχεδόν κανείς δεν μπορεί να “σταθεί” πια στη μεσαία ζώνη. Ή πιέζεις, ή αμύνεσαι, ή βρίσκεσαι στη μετάβαση».

Για το στυλ ποδοσφαίρου που προτιμά να βλέπει: «Τα βλέπω όλα. Γιατί το αγαπώ… Δίνω ιδιαίτερη προσοχή στα πρωταθλήματα που είναι “μέσα στο πεδίο μου”, ώστε να ξέρω τα πάντα γι’ αυτά. Φυσικά βλέπω και τις κορυφαίες διοργανώσεις, όπου εμφανίζονται οι νέες τάσεις που πρέπει να παρακολουθείς, να δεις περί τίνος πρόκειται.

Το ιδανικό θα ήταν να μπορείς να ταξιδεύεις, να βλέπεις πράγματα από κοντά, να μαθαίνεις· το πιο φυσιολογικό είναι να ανταλλάσσεις εμπειρίες. Θα ήμουν ο πιο χαρούμενος άνθρωπος αν μπορούσα να πάρω επτά ημέρες άδεια και να πάω σε έναν μεγάλο σύλλογο της Premier League, όπως η Άρσεναλ ή η Λίβερπουλ για να δω, να παρακολουθήσω, να μιλήσω με ανθρώπους εκεί».

Για το πως θα ήθελε να τον βρουν την επόμενη φορά που θα έρθουν για συνέντευξη στην Αθήνα: «Δύσκολη ερώτηση. Μου αρέσει να ζω για το σήμερα, για την προπόνηση, για ένα ματς μπροστά σε γεμάτο γήπεδο.

Προχωράμε βήμα-βήμα. Μόνο έτσι μπορείς να πας κάπου. Φυσικά ονειρεύομαι, εξακολουθώ να ονειρεύομαι κάποια πράγματα, αυτή είναι η κινητήριος δύναμη, αλλά δε θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτά τώρα».

Για το αν ονειρεύεται να εργαστεί σε ένα από τα πέντε κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα: «Θα ήθελα να δουλέψω εκεί, αλλά αν με ρωτάτε αν είμαι ικανοποιημένος με το πού βρίσκομαι τώρα και πού έχω υπάρξει ως τώρα, η απάντηση είναι, απολύτως!

Δεν είμαι σίγουρος αν είναι καλύτερο να είσαι προπονητής της ΑΕΚ, της ΤΣΣΚΑ, της Παρτίζαν ή της Σαμπάμπ Αλ-Αχλί, που είναι κάτι σαν τη “Ρεάλ Μαδρίτης” αυτής της περιοχής, ή να είσαι στον 16ο σύλλογο της Serie A. Έχω πραγματικά έναν σοβαρό προβληματισμό αν είναι προτιμότερο να είσαι στην Λέγκια, τη Φερεντσβάρος, τη Μπεσίκτας, τη Γαλατασαράι, την Άντερλεχτ ή την Κλαμπ Μπριζ, παρά σε μια ομάδα που παλεύει για την παραμονή στην Ισπανία.

Θα ήθελα να δουλέψω σε ένα από τα πέντε κορυφαία πρωταθλήματα, αλλά σε έναν καλό σύλλογο, όχι απλώς να πάω, να σταθώ εκεί έξι μήνες και να φύγω. Αυτό δεν είναι δική μου φιλοδοξία, επιθυμία ή φαντασίωση. Αν μπορούσα να φτάσω σταδιακά σε ένα σοβαρό πρότζεκτ, με κάποια βήματα, φυσικά, αυτό είναι κι ένα από τα όνειρά μου. Πάνω απ’ όλα, θέλω να είμαι σε ομάδες που μπορούν να είναι επιτυχημένες και να κάνουν σπουδαία πράγματα».

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ