
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει αυξανόμενη πίεση για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές προκλήσεις, την ασφάλεια και το κλίμα, αλλά η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων απειλεί να εκτροχιάσει το μέλλον της
Μια δημοφιλής ρήση στις Βρυξέλλες, που αποδίδεται στον Ζαν Μονέ (Jean Monnet), έναν από τους ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ότι «η Ευρώπη σφυρηλατείται σε κρίση». Ωστόσο, η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο κρατών μελών τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε να περιπλέξει σημαντικά την ικανότητα της ΕΕ να εφαρμόσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Εξάλλου, η πίεση για μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ ολοένα και αυξάνεται. Με τον πόλεμο να μαίνεται στην Ουκρανία και τη Γάζα, την τεταμένη σχέση μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ και έναν εμπορικό πόλεμο στον ορίζοντα, η Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπίσει την έλλειψη ανταγωνιστικότητάς της.
Διαβάστε επίσης: Ο Τσάμπι Αλόνσο θέλει τον Χόιλουντ στο Μπερναμπέου
Η διασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης, ωστόσο, ενδέχεται να μην είναι βιώσιμη χωρίς στενότερη δημοσιονομική ολοκλήρωση και ισχυρότερη ενιαία αγορά, ενώ απαιτείται βαθύτερη αμυντική συνεργασία για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων γεωπολιτικών προκλήσεων.
Επιπλέον, για να είναι ασφαλής για το μέλλον, η ΕΕ πρέπει να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες για να δημιουργήσει ευημερία για την επόμενη γενιά, ενώ ταυτόχρονα να προωθήσει μια πράσινη μετάβαση προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η άνοδος της ακροδεξιάς και ο μεταρρυθμιστικός ευρωσκεπτικισμός
Πολλές από αυτές τις προκλήσεις απαιτούν διασυνοριακή συνεργασία, αλλά ακριβώς αυτή τη στιγμή, τα πολιτικά κόμματα που είναι επικριτικά απέναντι σε περαιτέρω βήματα ολοκλήρωσης «πήραν κεφάλι» στις δημοσκοπήσεις στην Ευρώπη, ενώ σε ορισμένα κράτη μέλη πέτυχαν να γίνουν αξιωματική αντιπολίτευση (Πορτογαλία) και σε άλλα να κατακτήσουν την προεδρία (Πολωνία).
Ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα, όπως ο Εθνικός Συναγερμός στη Γαλλία, το Fidesz στην Ουγγαρία, το Κόμμα για την Ελευθερία στην Ολλανδία και η Εναλλακτική για τη Γερμανία, έχουν αναδειχθεί σε μερικές από τις πιο ευρωσκεπτικιστικές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη. Τα κόμματα αυτά έχουν μετατοπιστεί από την υποστήριξη της εξόδου από την ΕΕ – μια στάση γνωστή ως ευρωσκεπτικισμός εξόδου – στην προώθηση του μεταρρυθμιστικού ευρωσκεπτικισμού, ο οποίος στοχεύει στη μετατροπή της ΕΕ σε μια πιο χαλαρή συμμαχία κυρίαρχων κρατών.
Με μια πρώτη ματιά, η μετατόπιση αυτή μπορεί να φαίνεται ότι σηματοδοτεί μια προθυμία να εμπλακούν στην πολιτική της ΕΕ, αλλά μια πιο προσεκτική εξέταση αποκαλύπτει πως θα μπορούσε να καταστήσει ακόμη πιο δύσκολο να επιτευχθεί μια ουσιαστική μεταρρύθμιση, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ανάλυση του Social Europe.
Πώς η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων επηρέασε τα mainstream κόμματα
Θα πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, πως για μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προχώρησε με ελάχιστη μέριμνα για την κοινή γνώμη ή την εσωτερική πολιτική. Το ευρωπαϊκό κοινό ήταν σε μεγάλο βαθμό αδιάφορο για την ΕΕ, ενώ οι πολιτικές ελίτ σε όλο το φάσμα υποστήριζαν σε γενικές γραμμές τη βαθύτερη ολοκλήρωση.
Αυτή η δυναμική άρχισε να αλλάζει το 2005, όταν οι προτεινόμενες συνταγματικές συνθήκες απορρίφθηκαν σε δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία. Η πλειοψηφία των Γάλλων και των Ολλανδών ψηφοφόρων είπε «Όχι» και «Όχι», σηματοδοτώντας μια αυξανόμενη λαϊκή απαίτηση για ευρωσκεπτικισμό.
Έκτοτε, η Ευρώπη έχει γίνει μάρτυρας της ανόδου των κομμάτων που ασκούν κριτική στην ΕΕ και της αυξανόμενης πολιτικοποίησης των ευρωπαϊκών θεμάτων τόσο στις εθνικές όσο και στις ευρωπαϊκές εκλογές.
Η πιο έντονη διαφωνία προέρχεται από τα κόμματα της ακροδεξιάς, τα οποία αρχικά υπερασπίστηκαν τον ευρωσκεπτικισμό της εξόδου, υποστηρίζοντας την έξοδο των χωρών τους από την ΕΕ. Η σφοδρή αντίθεσή τους στο ευρωπαϊκό εγχείρημα επηρέασε επίσης τα κυρίαρχα κόμματα, καθιστώντας τους συμβιβασμούς κατά τη διάρκεια κρίσεων, όπως αυτή της ευρωζώνης και του μεταναστευτικού, συχνά ανεπαρκείς και καθυστερημένους.
Σημείο καμπής το Brexit
Η ψηφοφορία για το Brexit το 2016 αποδείχθηκε σημείο καμπής. Για τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, το Brexit λειτούργησε ως δοκιμαστική περίπτωση. Η απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την ΕΕ έγινε σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση της σκοπιμότητας και των συνεπειών της εξόδου.
Ωστόσο, η πολιτική αναταραχή γύρω από το Brexit, συμπεριλαμβανομένης της κατάρρευσης της κυβέρνησης του Μπόρις Τζόνσον, οδήγησε σε αυξημένη υποστήριξη της συμμετοχής στην ΕΕ μεταξύ των πολιτών στα υπόλοιπα 27 κράτη μέλη. Η μετατόπιση αυτή ενθάρρυνε τα κόμματα της ριζοσπαστικής δεξιάς να εγκαταλείψουν τις εκκλήσεις για έξοδο και αντ’ αυτού να επικεντρωθούν στη μεταρρύθμιση της ΕΕ εκ των έσω.
Μια άλλη κομβική στιγμή ήρθε το 2017, μια χρονιά σημαντικών εκλογών στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Τα κόμματα της ακροδεξιάς είχαν χειρότερες επιδόσεις από ό,τι αναμενόταν, ιδίως η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, η οποία ηττήθηκε αποφασιστικά στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Η νίκη του Εμανουέλ Μακρόν υπογράμμισε τις προκλήσεις της υπεράσπισης του ευρωσκεπτικισμού υπέρ της εξόδου – αν και μετά τις ευρωκλογές του 2024 μπορεί κανείς να πει με ευκολία ότι ήταν ο ίδιος που «έβαλε τα χεράκια του και έβγαλε τα ματάκια του»… Ευτυχώς για τους Γάλλους και την Ευρώπη, η σύνεση και η δημοκρατία επικράτησαν της ακροδεξιάς.
Γιατί είναι διαφορετική περίπτωση η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα
Και για όσους αναρωτιούνται γιατί δεν γίνεται αναφορά στην Ελλάδα και την είσοδο της Χρυσής Αυγής στο κοινοβούλιο, η απάντηση είναι απλή: δεν επρόκειτο για ένα ακροδεξιό πολιτικό κόμμα, αλλά για ένα ναζιστικό μόρφωμα και, στην πραγματικότητα, για μία εγκληματική οργάνωση και με τη «βούλα» της Δικαιοσύνης.
Σε απάντηση στο Brexit και τις εκλογικές αποτυχίες, οι πολιτικοί της ακροδεξιάς που προηγουμένως υποστήριζαν το Frexit, το Nexit ή το Italexit, μετατόπισαν την εστίασή τους στον μεταρρυθμιστικό σκεπτικισμό.
Αν και αυτή η αλλαγή μπορεί να φαίνεται σαν μια επένδυση για την ΕΕ, χρειάζεται προσοχή. Η υιοθέτηση μιας θέσης μεταρρύθμισης της ΕΕ εκ των έσω θα μπορούσε να αποδειχθεί ακόμη πιο δύσκολη για τη λειτουργικότητα του μπλοκ. Τα κόμματα της ακροδεξιάς έχουν αποκτήσει σημαντική θεσμική δύναμη στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της εκπροσώπησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου η σημερινή συνέλευση είναι η πιο δεξιόστροφη στην ιστορία της.
Ορισμένα κατέχουν σημαίνοντες ρόλους, όπως αντιπροεδρίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και πολλά από αυτά συμμετέχουν πλέον στο Συμβούλιο ως μέλη κυβερνητικών συνασπισμών σε εθνικό επίπεδο. Το ερώτημα παραμένει: πώς αυτά τα κόμματα θα ασκήσουν την επιρροή τους;
Η σύγκρουση και η συνεργασία – Όρμπαν vs Μελόνι
Μέχρι στιγμής, έχουν αναδειχθεί δύο προσεγγίσεις για τη μεταρρύθμιση του ευρωσκεπτικισμού: η σύγκρουση και η συνεργασία. Ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν αποτελεί παράδειγμα της προσέγγισης της σύγκρουσης, υποστηρίζοντας τις πρωτοβουλίες της ΕΕ μόνο όταν εξυπηρετούν τα οικονομικά του συμφέροντα και χρησιμοποιώντας την ως αποδιοπομπαίο τράγο για εγχώριο πολιτικό όφελος.
Αντίθετα, η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι εκπροσωπεί την προσέγγιση της συνεργασίας, αξιοποιώντας το ρόλο της στη διαμεσολάβηση για λύσεις της ΕΕ, προκειμένου να ενισχύσει την εικόνα της ως μιας «μεσίτριας» ισχύος και να υπογραμμίσει τη σημασία της Ιταλίας στην ευρωπαϊκή σκηνή.
Ο καταλυτικός ρόλος της προεδρίας Τραμπ
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, όμως, θα μπορούσε να επηρεάσει το ποια από αυτές τις προσεγγίσεις θα επικρατήσει. Σύμφωνα με τη συμβατική σκέψη του Μονέ, η συναλλακτική προσέγγιση του Τραμπ θα μπορούσε να πιέσει τις ευρωπαϊκές χώρες να συνεργαστούν και να μεταρρυθμιστούν, καθώς οι οικονομικές συνέπειες και οι συνέπειες για την ασφάλεια από την αδράνεια θα μπορούσαν να αποξενώσουν τους ψηφοφόρους.
Ωστόσο, το δόγμα «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ θα μπορούσε επίσης να αλλάξει τον υπολογισμό για τα κόμματα της ακροδεξιάς. Η μετακίνησή τους από τον ευρωσκεπτικισμό της εξόδου προς τις μεταρρυθμίσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό στρατηγική, και η ρητορική του Τραμπ θα μπορούσε να αναζωπυρώσει μια εθνικιστική, «πρώτα η χώρα» ιδεολογία.
Πολλοί υποστηρικτές της ριζοσπαστικής δεξιάς θαύμασαν την πρώτη θητεία του Τραμπ και η υιοθέτηση μιας παρόμοιας συναλλακτικής στάσης θα μπορούσε να έχει απήχηση στην εγχώρια βάση τους, ακόμη και αν η συνεργασία θα μπορούσε να αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα.
Εάν τα κόμματα της ριζοσπαστικής δεξιάς στην κυβέρνηση έλκονται προς συναλλακτικές πολιτικές του τύπου «πρώτα η χώρα μου», τα περιθώρια για την επίτευξη κοινών ευρωπαϊκών θέσεων θα περιοριστούν περαιτέρω.
Ιστορικά, οι διαπραγματεύσεις της ΕΕ ήταν γεμάτες με προβλήματα δέσμευσης και λύσεις του χαμηλότερου κοινού παρονομαστή. Με την άνοδο της ακροδεξιάς, ο δρόμος για τη μεταρρύθμιση που τόσο απεγνωσμένα χρειάζεται η ευρωπαϊκή ήπειρος, φαίνεται να περιορίζεται όλο και περισσότερο.