
Η υπόθεση αφορά τη συνταγματικότητα της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας. Η πρότυπη δίκη που έχει ζητηθεί από την ΑΔΕΔΥ αποτελεί κομβικής σημασίας διαδικασία.
Αντίστροφη μέτρηση για τους εργαζομένους στο Δημόσιο που δίνουν τη «μητέρα των μαχών» για την επαναφορά 13ου και 14ου μισθού. Η ώρα της κρίσης έφτασε. Η πρότυπη δίκη για την επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας στο Δημόσιο είναι προγραμματισμένη για τις 6 Ιουνίου 2025 στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), κατόπιν αιτήματος της ΑΔΕΔΥ, το οποίο έγινε δεκτό στις 17 Ιανουαρίου 2025.
Την ίδια μέρα η Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ έχει κηρύξει πανελλαδική στάση εργασίας από την έναρξη του ωραρίου έως τις 11:00 π.μ.
Η υπόθεση ξεκίνησε με αγωγή δημοσίου υπαλλήλου (εκπαιδευτικού) στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, που ζητά την επαναφορά των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος θερινής άδειας
Στις 11 Μαρτίου 2025 έχει προσδιοριστεί η συζήτηση των προσφυγών ενώπιον του Μισθοδικείου για τις διεκδικήσεις των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι μέσω της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων έχουν επαναφέρει το αίτημα για τη διεκδίκηση των δώρων, όχι όμως μόνο για τους ίδιους, αλλά και για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους.
Ωστόσο η δική τους προσφυγή, λόγω ειδικής δωσιδικίας, θα κριθεί από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ενώ οι ομοειδείς διεκδικήσεις των δημοσίων υπαλλήλων θα κριθούν στις 6 Ιουνίου 2025 από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με τον θεσμό της πρότυπης δίκης, μετά την απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου Μιχάλη Πικραμένου.

Η πρότυπη δίκη θα γίνει στις 6 Ιουνίου
Με «όπλο» τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης
Η ΑΔΕΔΥ υποστηρίζει ότι η συνεχιζόμενη κατάργηση των δώρων αντιβαίνει στη συνταγματική αρχή της ισότητας, στην υποχρέωση του κράτους για κοινωνική δικαιοσύνη, στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (άρθρο 31). Επισημαίνει επίσης ότι η ελληνική οικονομία δεν βρίσκεται πλέον σε κρίση, καθώς καταγράφει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η επαναφορά των δύο μισθών εκτιμάται ότι θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό κατά 1,6-1,7 δισ. ευρώ ετησίως. Η κυβέρνηση θεωρεί το κόστος δημοσιονομικά μη βιώσιμο, ενώ ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, έχει εκφράσει αντίθεση, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο.
Η απόφαση του ΣτΕ θα αποτελέσει νομολογιακό προηγούμενο και θα επηρεάσει τόσο τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων όσο και πιθανές διεκδικήσεις συνταξιούχων. Ωστόσο, νομικοί κύκλοι θεωρούν δύσκολη την πλήρη επαναφορά λόγω του υψηλού κόστους και της προηγούμενης απόφασης του 2019.
Το 2019, το ΣτΕ έκρινε συνταγματική την περικοπή των δώρων λόγω της τότε δημοσιονομικής κρίσης. Το ερώτημα είναι αν οι σημερινές συνθήκες (βελτιωμένη οικονομία) θα οδηγήσουν σε διαφορετική απόφαση.

Η κυβέρνηση θεωρεί το κόστος δημοσιονομικά μη βιώσιμο
Αγωγές για επαναφορά 13ης και 14ης σύνταξης
Στο χορό των διεκδικήσεων μπαίνουν και οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με το Ενιαίο Δίκτυο Συνταξιούχων (ΕΝΔΙΣΥ) να μπαίνει μπροστά στον αγώνα ζητώντας να πάρει θέση η Δικαιοσύνη και προετοιμάζοντας αίτημα πρότυπης δίκης στο ΣτΕ για την επαναφορά ολόκληρης της 13ης και 14ης σύνταξης για τον ιδιωτικό τομέα και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αντίστοιχα, για το δημόσιο τομέα.
«Για άλλη μια φορά οι συνταξιούχοι έχουν φτάσει σε οικονομικό αδιέξοδο από την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι, μοιάζει μονόδρομος η επιλογή της δικαστικής οδού για το σύνολο των συνταξιούχων, ως μια ύστατη προσπάθεια για να καταφέρουν να λάβουν, μετά από 13 συναπτά έτη, την 13η και την 14η σύνταξη, που δικαιούνται, διότι έχουν πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές ως εργαζόμενοι», αναφέρει το Δίκτυο.
Για αυτό το λόγο, καλεί και τα 2,5 εκατομμύρια των συνταξιούχων να καταθέσουν ομαδικές αγωγές για κύριες και επικουρικές συντάξεις, τόσο στα γραφεία του ΕΝΔΙΣΥ όσο και σε όποιο άλλο δικηγορικό γραφείο της αρεσκείας τους. «Αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να μην χαθούν αναδρομικά, τα ποσά της διεκδίκησης, που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα, γιατί θα αναφέρονται στις αρχικές αποφάσεις συνταξιοδότησης», σημειώνει.
Να σημειωθεί πως τον Μάιο του 2019, η τότε κυβέρνηση, θέσπισε και ψήφισε την 13η σύνταξη, ο κ. Μητσοτάκης τη ψήφισε και όταν έγινε πρωθυπουργός την κατήργησε το 2020. Η ετήσια συνολική δαπάνη που είχε προβλεφθεί ήταν ύψους 1,1 δισ. ευρώ για κάθε έτος. «Έχει παρέλθει μια γεμάτη εξαετία, που έχουν στερηθεί οι συνταξιούχοι, αυτό το ποσό. Η απώλεια στην τσέπη των συνταξιούχων, μόνο από αυτή την κυβερνητική επιλογή, ανέρχεται στα 6,6 δισ. ευρώ», αναφέρει το ΕΝΔΙΣΥ.