
Η συμφωνία για το χρέος, στην οποία η κυβέρνηση Τσίπρα επέμεινε και έκλεισε τον Ιούνιο του 2018, ήταν το κλειδί για την οριστική έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, με σημαντικό όφελος για τη χώρα που το εξαργυρώνει μέχρι σήμερα. Πλέον το αναγνωρίζουν και οι αντίπαλοί της.
Σαν σήμερα, πριν από εφτά χρόνια, 21 Αυγούστου 2018, η Ελλάδα «βγήκε από τα μνημόνια», έχοντας εξασφαλίσει μια συμφωνία ρύθμισης για το ελληνικό χρέος.
Στην πραγματικότητα, η τελευταία πράξη για να «βγούμε από το τούνελ», κερδίζοντας ασφαλή διάδρομο με περίοδο χάριτος ως το 2032, παίχτηκε δυο μήνες νωρίτερα.
Τη βραδιά της 20ης με 21ης Ιουνίου του 2018, σε μια ταραχώδη σύνοδο του Eurogroup, μπήκαν οι τελευταίες πινελιές σε μια διελκυστίνδα διαπραγματεύσεων, τα θετικά αποτελέσματα των οποίων είναι ορατά μέχρι σήμερα.
Η έξοδος από τα μνημόνια
Η ΝΔ στη θέση της αντιπολίτευσης, απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι να μιλήσει για τη συμφωνία που πέτυχε η κυβέρνηση Τσίπρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Στη δήλωσή του, στις 21 Αυγούστου του 2018, ανήμερα της εξόδου από τα μνημόνια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έκανε καμία αναφορά στο χρέος – που ήταν ένα από τα θετικά σημεία της συμφωνίας με τους δανειστές
Αντίθετα μίλαγε για «τέταρτο άτυπο μνημόνιο».
Η συμφωνία για το χρέος
Έπρεπε να φτάσουμε στο 2022, τέσσερα χρόνια μετά τη ρύθμιση του χρέους, όταν για πρώτη φορά ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας, μίλησε με εγκωμιαστικά λόγια για αυτό που είχε καταφέρει η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα:
«Οι εταίροι μας, προχώρησαν σε μια αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Στην ουσία μας δάνεισαν ξανά γύρω στα 260 δισεκατομμύρια, με πάρα πολύ χαμηλό επιτόκιο. Το επιτόκιο που σήμερα αναχρηματοδοτείται το δημόσιο χρέος, είναι μόνο 1,4%. Πολύ λίγες χώρες στην Ευρώπη έχουν το επιτόκιο αυτό. Η μέση σταθμική υπολειπόμενη διάρκεια λήξης είναι 20 χρόνια και βεβαίως διακρατείται από επίσημους Οργανισμούς. Αυτό είναι κάτι πρωτοφανές, δεν έχει ξαναγίνει ποτέ στην οικονομική ιστορία. Άρα λοιπόν, αυτό μας έχει βοηθήσει πολύ, οι θυσίες μας μας έχουν βοηθήσει πολύ», είπε χαρακτηριστικά ο κεντρικός τραπεζίτης.
Στις 7 Μαϊου του 2025 με την τελευταία πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας, ήρθε η σειρά του γαλάζιου υπουργού Οικονομικών Κυριάκου Πιερρακάκη να ομολογήσει δημοσίως πόσο σημαντική ήταν η ρύθμιση του χρέους επί της κυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα.
«Σήμερα, το ελληνικό δημόσιο χρέος, παρά το υψηλό ποσοστό του ως προς το ΑΕΠ, είναι και βιώσιμο και με πολύ καλύτερες προοπτικές από πολλές άλλες χώρες της Ευρωζώνης», κατέληγε στη δήλωσή του.
Τι μας λένε οι οικονομολόγοι
Πώς φτάσαμε στη συμφωνία για τη ρύθμιση του χρέους; Πώς οι επικριτές της κυβέρνησης Τσίπρα, έγιναν στη συνέχεια, έστω και άθελά τους, οι καλύτεροι «διαφημιστές» της συμφωνίας για το χρέος που επιτεύχθηκε επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ;
Δύο Έλληνες οικονομολόγοι, που βρέθηκαν σε θέσεις κλειδιά εκείνη την κρίσιμη περίοδο, μας βοηθάνε να θυμηθούμε τι συνέβη.
Ο Δημήτρης Λιάκος, πρώην υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και παρών στις διαπραγματεύσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, θυμάται σαν χθες τη νύχτα της 21ης Ιουνίου, όταν «κλείδωσε» η συμφωνία και μας εξηγεί με απλά λόγια τα βασικά της σημεία.
Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, πρώην γενικός γραμματέας δημοσιονομικής πολιτικής, εστιάζει σε πτυχές της συμφωνίας για το χρέος, που αποδείχθηκαν όπως λέει «σωτήριες».

Δημήτρης Λιάκος, οικονομολόγος, πρώην υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ
- Τι προέβλεπε η συμφωνία για το ελληνικο χρέος;
«Οι δικές μας οι απαιτήσεις ήταν ότι όσο μεγαλύτερη θα ήταν επιμήκυνση των δανειακών υποχρεώσεων και η παράταση της περιόδου χάριτος για τους τόκους, τόσο πιο διαχειρίσιμο θα είναι το χρέος. Όπως τελικά το πετύχαμε, με παράταση για δέκα χρόνια, από το 2022 φτάσαμε ως το 2032», μας λέει ο κ. Λιάκος.
«Το δεύτερο που κερδίσαμε, ήταν ότι μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα κέρδη που είχαν καταγράψει οι κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα, τα ANFAs και τα SMPs. Με αυτό πετύχαμε επίσης μια σημαντική μείωση του χρέους, αφού ουσιαστικά σου γυρίζουν τους τόκους πίσω.
Το τρίτο έχει να κάνει με την εκταμίευση της τελευταίας δόσης (σ.σ. της δανειακής σύμβασης). Εμείς θέλαμε να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γίνεται, προκειμένου να δημιουργηθεί αυτό που ονομάστηκε μετά το «δημοσιονομικό μαξιλάρι».
Τελικά η δόση ήταν 15 δισ. ευρώ. Μαζί με τα υπόλοιπα δημιουργήθηκε ένα κεφαλαιακό απόθεμα 25 δισ., που μπορούσε να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για μια περίοδο τουλάχιστον δύο ετών.
Άρα θα στέλναμε ένα τριπλό μήνυμα στις αγορές: Ότι πρώτον το χρέος σε όρους παρούσας αξίας μειώθηκε. Δεύτερον ότι σε όρους διαχείρισης, οι δαπάνες εξυπηρέτησης ήταν πιο μικρές. Τρίτον ότι είχαμε ένα κεφαλαιακό απόθεμα, ώστε να αποφύγουμε ενδεχόμενους κραδασμούς», συμπληρώνει ο Δ. Λιάκος.
- Πώς φτάσαμε στη συμφωνία για τη ρύθμιση του χρέους;
«Τον Ιούνιο του 2018 το Euro Working Group και το Euro Group έδωσαν το πράσινο φως ότι όλες οι υποχρεώσεις της χώρας εκείνη την περίοδο είχαν ολοκληρωθεί, άρα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε μέτρα ελάφρυνσης. Θυμίζω για ιστορικούς λόγους, γιατί πολλοί τα ξεχνάνε, ότι κάτι ανάλογο είχε δοθεί και το 2014.
Όμως επειδή το δεύτερο πρόγραμμα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, υπήρχαν πολλά κενά και δεσμεύσεις οι οποίες δεν είχαν υλοποιηθεί, οι εταίροι μας το χρησιμοποίησαν ως δικαιολογία, και δεν μπήκανε ποτέ σε διαδικασία να συζητήσουν τα μέτρα περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους. Είναι κάτι το οποίο το αναγνωρίζει και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας», μας λέει ο πρώην υφυπουργός.

Φραγκίσκος Κουτεντάκης, οικονομολόγος, επίκουρος καθηγητής παν/μιου Κρήτης,
Κούρεμα ή επιμήκυνση;
- Δεν μπορούσε να γίνει κούρεμα του χρέους;
«Θυμίζω ότι είχε γίνει κούρεμα του χρέους το 2012, με το PSI (Private Sector Involvement – Συμμετοχή Ιδιωτικού Τομέα) και την ανταλλαγή των κρατικών ομολόγων. Το PSI πέτυχε μια μείωση του χρέους σε καθαρούς όρους γύρω στα 53 δισεκατομμύρια ευρώ. Αλλά την ίδια στιγμή, είχε δημιουργήσει άλλα προβλήματα, κυρίως στο τραπεζικό σύστημα, σε ιδιώτες, στα ασφαλιστικά ταμεία.
Το 2012 έγινε η μεγάλη αντικατάσταση. Από το ιδιωτικό χρέος είχαμε πάει στο επίσημο χρέος – στον ΟSI, Official Sector Involvement.. Ήταν τα χρήματα τα οποία παίρναμε μέσα από τα προγράμματα αναπροσαρμογής,
Το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους με κούρεμα εκείνη την περίοδο είχε αποκλειστεί. Όποιοι το καταλάβαιναν, είχε καλώς. Πολλοί δεν το καταλάβαιναν», επιμένει ο Δημήτρης Λιάκος.
Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, μας θυμίζει ότι το ΔΝΤ ζητούσε ονομαστικό κούρεμα του χρέους, αλλά για όλους τους άλλους, όχι για τα χρήματα που μας είχε δανείσει εκείνο. Αυτό η Γερμανία δεν θα το δεχόταν με τίποτα.
- Τι κερδίσαμε με τη συμφωνία για το χρέος;
«Κερδίσαμε ότι το χρέος έγινε πιο βιώσιμο», μας εξηγεί ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης. «Το επιχείρημα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η ρύθμιση, είναι ότι δεν θα διαγραφεί το χρέος, αλλά θα μειωθεί το ποσό που πρέπει να πληρώνει το κράτος κάθε χρόνο. Έγινε μια μεγάλη επιμήκυνση των αποπληρωμών ώστε το ποσό που αναλογεί κάθε χρόνο να είναι σε λογικά επίπεδα. Να μην φτάσουμε σε μια κατάσταση που να μην μπορεί το ελληνικό κράτος να πληρώσει τις υποχρεώσεις του», μας λέει.
Είναι βιώσιμο το ελληνικό χρέος;
«Πλέον οι ασκήσεις βιωσιμότητας για το πώς θα εξελιχθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, γίνονται σε βάθος 40 χρόνων. Το χρέος δεν είναι κάτι που θα το εξοφλήσεις κάποια στιγμή. Είναι κάτι που πρέπει να είσαι σε θέση να μπορείς να το «ανακυκλώσεις» όπως λέμε. Όταν μια χώρα έχει την αξιοπιστία να βγει στις αγορές να δανειστεί με φυσιολογικά επιτόκια, τότε το χρέος, είναι βιώσιμο», τονίζει ο καθηγητής.
«Από το 2000 ως το 2010 η Ελλάδα πλήρωνε, σε τόκους μόνο, γύρω στο 5% του ΑΕΠ ετησίως. Από το 2019 μέχρι τώρα, δίνει 3% του ΑΕΠ. Παρότι το χρέος της είναι μεγαλύτερο και ως ποσό και ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι τόκοι που πληρώνει είναι μικρότεροι. Αυτό σημαίνει ότι το χρέος είναι βιώσιμο, δεν ασκεί τόσο μεγάλη πίεση όσο στο παρελθόν», διευκρινίζει ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης.
Σωτήρια τα σταθερά επιτόκια
Ο ίδιος εστιάζει στο ζήτημα των σταθερών επιτοκίων, το οποίο όπως λέει αποδείχθηκε «σωτήριο».
«Αυτό επιτεύχθηκε σε ένα βαθμό με πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς, από το 2015 και μετά. Υπήρχε μεγάλη πίεση από την πλευρά μας όλα τα υπόλοιπα δάνεια να είναι σε σταθερό επιτόκιο.
Ήταν μια κάλυψη απέναντι σε ένα ρίσκο, για το τι θα γίνει αν τα επιτόκια ανέβουν. Το σίγουρο είναι ότι δικαιώθηκε εκείνη η επιλογή και η πίεση από την πλευρά της Ελλάδας προς τον ESM.
Αυτό φάνηκε τώρα με τον πληθωρισμό, καθώς δεν προκάλεσε η άνοδος των επιτοκίων κάποια επιβάρυνση στις αποπληρωμές που έπρεπε να κάνει το ελληνικό κράτος», μας λέει ο κ. Κουτεντάκης.
«Το γεγονός ότι τελικά κέρδισε αυτή τη ρύθμιση η Ελλάδα έχει να κάνει με το ότι πέτυχε άλλα πράγματα, κυρίως στα δημοσιονομικά. Δεν θα την κέρδιζε αν δεν κατέγραφε πλεονάσματα, που από το 2016 και μετά ήταν πολύ πιο πάνω από τον στόχο. Η ελληνική οικονομία απέδειξε ότι μπορεί να λειτουργεί με πλεονάσματα, που σημαίνει ότι μειώνουμε το χρέος μας, δεν χρειαζόμαστε να δανειζόμαστε περισσότερα, άρα είμαστε σε καλή κατάσταση. Αυτό ήταν το οικονομικό επίτευγμα», καταλήγει.
Οι αγορές λειτουργούν με προσδοκίες
· Τα υπερπλεονάσματα δεν είχαν κόστος για την κοινωνία;
«Προφανώς και είχαν. Ό,τι βγάζει ως πλεόνασμα το κράτος από κάπου το έχει πάρει, δεν πέφτει από τον ουρανό. Αλλά ήταν μια επιβεβαίωση ότι η Ελλάδα μπορεί να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική της ισορροπία, γιατί αυτό ήταν το κεντρικό πρόβλημα. Υψηλό χρέος, ελλείμματα, όλα αυτά είναι σημάδια ότι ένα κράτος πάει για χρεοκοπία. Όταν όμως επιτυγχάνει πλεονάσματα, και μάλιστα υψηλότερα από του στόχους, αποδεικνύει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει.
Οι αγορές λειτουργούν με προσδοκίες. Όταν πουλάς ή αγοράζεις ομόλογα, είναι κάτι που αποδίδει χρήματα σε βάθος χρόνου. Άρα η τιμή που αξίζουν σήμερα, είναι με βάση κάτι που περιμένεις να συμβεί στο μέλλον. Αν αγοράσεις ομόλογα από κάποιον που θα χρεοκοπήσει, η αξία του χαρτιού αυτού είναι σχεδόν μηδενική – είναι junk bonds, όπως λέγανε τότε τα ελληνικά ομόλογα. Τώρα το ελληνικό κράτος δεν βγάζει junk bonds», δηλώνει ο κ. Κουτεντάκης.
Ο Πιερρακάκης εγκωμιάζει τη συμφωνία Τσίπρα
«Οφείλουμε να τονίσουμε, ότι στην ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών για τελευταία πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας, επί υπουργίας Πιερρακάκη, υπάρχει αναφορά σε όλες τις παρεμβάσεις που έγιναν για το δημόσιο χρέος. Ειδικά για τις παρεμβάσεις που έγιναν επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ λέει κάτι πολύ εντυπωσιακό: Ότι το μεν 2017, οι παρεμβάσεις που έγιναν, σε όρους παρούσης αξίας, επέφεραν ένα όφελος 25%, στην αναλογία του δημόσιου χρέος προς το ΑΕΠ.
Οι παρεμβάσεις του 2018, επέφεραν επίσης 25% όφελος. Άρα είχαμε 50% όφελος σε δύο χρόνια. Αυτό το λέει η σημερινή κυβέρνηση, που πανηγυρίζει για τις αναβαθμίσεις της χώρας. Το ερώτημα είναι γιατί αυτά τα πράγματα δεν τα επικοινώνησε όπως έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της εποχής;», αναρωτιέται ο Δημήτρης Λιάκος.
Τι θα γίνει μετά το 2032;
- Τι θα συμβεί το 2032 που λήγει η περίοδος χάριτος για την αποπληρωμή των τόκων; Υπάρχει κίνδυνος για τη βιωσιμότητα του χρέους από εκει και πέρα;
«Το ότι θα υπάρξει πρόβλημα με το χρέος το 2032 είναι ένας μεγάλος μύθος. Μια απόδειξη της αγοράς είναι ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα εκδίδει ομόλογα δεκαετίας που ξεπερνάνε το 2032-33. Δεύτερον, ότι έχουν γίνει κάποιες ενέργειες, σαν κι αυτές που κάνει και ο ΟΔΔΗΧ (Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους), που είναι σωστές. Αν μπούμε στο site του ΟΔΔΗΧ, θα δούμε ότι οι πληρωμές είναι εξομαλυμένες. Άρα δεν υπάρχει πρόβλημα. Αυτό το θέμα του «τι θα γίνει το 2032;» πλέον έχει κλείσει», επιμένει ο κ. Λιάκος.
«Αλλά, αν πάμε πίσω, στο 2018, όντως τότε θέλαμε έναν πολύ καθαρό διάδρομο. Είπαμε ότι μπροστά μας έχουμε άλλα 14-15 χρόνια. Το χρειαζόμασταν αυτό, προκειμένου «να φύγει η συννεφιά πάνω από τη χώρα», υπογραμμίζει.
Τι θα γινόταν χωρίς συμφωνία;
- Υπάρχουν σήμερα οφέλη από τις παρεμβάσεις που έγιναν για το χρέος το 2017-2018; Αν δεν τις είχαμε κάνει, πόσο πιο ευάλωτη θα ήταν η χώρα σε οικονομικές αναταράξεις;
«Καταρχάς, υπήρξε το «μαξιλάρι» ρευστότητας, που φάνηκε σωτήριο κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όλοι πλέον το παραδέχονται. Έρχονται οι οίκοι αξιολόγησης σήμερα και κάνουν αναφορά στις αποφάσεις εκείνης της περιόδου. Το πόσο βοήθησε η διαχείριση εκείνης της εποχής αποδεικνύεται σχεδόν καθημερινά. Επίσης μπήκε ως θεσμική μνήμη, ότι πρέπει η χώρα να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα. Να φύγει από τη μέση ο βραχνάς της δημοσιονομικής διαχείρισης και ισορροπίας. Να μην έχουμε πάλι ξεχειλώματα του προϋπολογισμού», τονίζει ο πρώην υφυπουργός.
- Αρκούν όμως αυτά;
«Νομίζω ότι θα έπρεπε να είχαμε φροντίσει ως πολιτικό σύστημα, πολύ πιο πριν από το 2010, τα χρόνια που είχαμε ανάπτυξη, να αλλάξει αυτή η χώρα και να εκμεταλλευθούμε τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Κάναμε όλα τα αντίθετα και φτάσαμε στο σημείο να πάει το καράβι στα βράχια.
Παρά τα λάθη που έγιναν, στο τέλος της ημέρας, το καράβι ξεκόλλησε από τα βράχια και ξαναβγήκε στο αρχιπέλαγος. Βγήκαμε από τα μνημόνια το 2018. Μετά έγιναν αυτά που έπρεπε; Όχι δεν έγιναν. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα, αλλά δυστυχώς δεν είναι», καταλήγει ο κ. Λιάκος.