
Γιατί η αύξηση του ΑΕΠ δεν σημαίνει βελτίωση του βιοτικού επιπέδου; Πώς αλλάζει το παραγωγικό μοντέλο; Ο διευθυντής ερευνών του ΕΚΚΕ μιλάει για τις 4+1 πληγές της ελληνικής οικονομίας.
Πώς γίνεται το ΑΕΠ της Ελλάδας να αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά οι Έλληνες πολίτες να νιώθουν οι φτωχότεροι όλων και 9 στα 10 νοικοκυριά να δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα;
Γιατί ενώ oι Έλληνες δουλεύουν τις περισσότερες ώρες στην ΕΕ, η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει στο 60% του ευρωπαϊκού μέσου όρου;
Διαβάστε επίσης: Καραπαπάς: H ανάρτηση μετά την ισοπαλία με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο (pic)
Γιατί έχουμε το δεύτερο χαμηλότερο μερίδιο μισθών στο ΑΕΠ, ενώ το μερίδιο των κερδών εκτοξεύεται;
Γιατί ενώ η κυβέρνηση παρουσιάζει τα μέτρα της ΔΕΘ ως «τη μεγαλύτερη φορολογική μεταρρύθμιση από τη μεταπολίτευση», οι Έλληνες πολίτες τα βαθμολογούν αρνητικά ως προς την αποτελεσματικότητά τους;
Γιατί ενώ ακούμε συνέχεια για την «αλλαγή παραγωγικού μοντέλου» της οικονομίας, το έλλειμμα του ισοζυγίου συνεχίζει να διογκώνεται;
Τα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι ρητορικά, ούτε έχουν μονοσήμαντες απαντήσεις. Ο οικονομολόγος Ηλίας Κικίλιας, διευθυντής ερευνών στο ΕΚΚΕ μας βοηθά να αποκωδικοποιήσουμε τα παράδοξα της ελληνικής οικονομίας και προτείνει λύσεις.

1. Γιατί ενώ το ΑΕΠ αυξάνεται, το βιοτικό επίπεδο επιδεινώνεται για την πλειοψηφία;
Το 2025 θεωρείται χρονιά ορόσημο για την ελληνική οικονομία, αφού για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια, το ελληνικό ΑΕΠ ξεπέρασε σε ονομαστικούς όρους τα επίπεδα πριν την κρίση.
Αυτό δεν αρκεί για να μας ξεκολλήσει από τις τελευταίες θέσεις στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρώπη, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Οι δείκτες της Εurostat για τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό παρουσιάζουν επιδείνωση το 2024 και μας κατατάσσουν στην τρίτη χειρότερη θέση, μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία σε ποσοστά υλικής και κοινωνικής στέρησης.
«Η αύξηση του ΑΕΠ δεν ισοδυναμεί αυτόματα με βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Το ΑΕΠ ανεβαίνει, αλλά η καθημερινότητα πολλών νοικοκυριών χειροτερεύει. Αυτό δεν είναι αντίφαση, εξηγείται όμως από το πώς και που δημιουργείται η «ανάπτυξη» και πως κατανέμεται», εξηγεί ο οικονομολόγος Ηλίας Κικίλιας
Εσωστρέφεια
«Σχεδόν το 90% του ΑΕΠ αποτελείται από κατανάλωση του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Από τη μεριά της παραγωγικής συγκρότησης της οικονομίας, αυτό σημαίνει ότι υπερτερούν οι κλάδοι εκείνοι που παράγουν για την εσωτερική αγορά και δεν αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικές πιέσεις: ο «εσωστρεφής τομέας» χαμηλής παραγωγικότητας στον οποίο στηρίχθηκε η οικονομία – και η κοινωνία – μας στα μεταπολεμικά χρόνια, η επιβίωση του οποίου στη χώρα μας εξαρτάται σε μέγιστο βαθμό από τις κρατικές πολιτικές και τις δημόσιες δαπάνες.
Για να αναφερθούμε μόνο στα πολύ πρόσφατα χρόνια, ο τομέας αυτός – από τον οποίο εξαρτάται ο μεγαλύτερος όγκος της απασχόλησης – μετά από μια συρρίκνωση στα χρόνια της λιτότητας – που συνοδεύτηκε από μια σημαντικότατη αύξηση των εξαγωγών μετά το 2014- αναζωπυρώθηκε και πάλι με την τεράστια και εν πολλοίς οριζόντια δημοσιονομική δαπάνη πάνω από 60 δις. κατά τη διάρκεια της πανδημίας».
Χαμηλό κόστος εργασίας
Σύμφωνα με τον διευθυντή ερευνών του ΕΚΚΕ, «το μοναδικό σχεδόν ανταγωνιστικό «πλεονέκτημα» του τομέα αυτού είναι το χαμηλό κόστος εργασίας, οι χαμηλοί μισθοί και οι επισφαλείς θέσεις εργασίας που λειτουργούν ως τροχοπέδη στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. «Το πραγματικό εισόδημα αυξάνεται κυρίως με τη προσφυγή στην παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή. Εδώ εντοπίζεται και ένα σημαντικό τμήμα των μικρομεσαίων στρωμάτων που αντιμετωπίζουν εντεινόμενα οικονομικά προβλήματα μετά το τέλος των οριζόντιων δημοσιονομικών πακέτων και τις βαθμιαία μειούμενες διεξόδους της παραοικονομίας και της λεγόμενης ‘μικρής’ φοροδιαφυγής».
Κατακερματισμένο εργασιακό τοπίο
«Η αντανάκλαση της κοινωνικής δομής της οικονομίας είναι ένα κατακερματισμένο εργασιακό τοπίο. Μόνο το 20% των εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, έναντι 60% του μέσου όρου της Ευρώπης, ενώ η συνδικαλιστική πυκνότητα κινείται στο 20% – 25%, αλλά μόλις 10% στον ιδιωτικό τομέα και 60% στο δημόσιο. Αυτό συνεπάγεται ότι ακόμη και εκεί που αυξάνεται η παραγωγικότητα δεν μεταφράζεται κατ’ ανάγκη σε ανάλογες μισθολογικές αυξήσεις.
Ο πληθωρισμός δεν είναι εισαγόμενος
Παράλληλα, η αύξηση των τιμών σε ενέργεια, τρόφιμα και βασικά είδη διαβίωσης αλλά και η εκτόξευση του κόστους στέγασης σε συνδυασμό με τους υψηλούς έμμεσους φόρους συρρικνώνουν ακόμη περισσότερο το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα για τα νοικοκυριά όχι μόνο χαμηλού αλλά και μεσαίου εισοδήματος. Δεν πρόκειται για εισαγόμενο πληθωρισμό, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία: Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε τον Ιούλιο 1,7% στην ευρωζώνη αλλά 3,7% στην Ελλάδα, το ηλεκτρικό ρεύμα για τα νοικοκυριά αυξήθηκε 11,5% το 1ο εξάμηνο έναντι 1,6% στην ευρωζώνη και τα ενοίκια τον Αύγουστο 10,9% έναντι 2,9%. Η ‘πίτα’” μεγαλώνει, αλλά το κομμάτι που παίρνει η μέση οικογένεια μικραίνει».

2. Γιατί είμαστε πρωταθλητές στις ώρες εργασίας και ουραγοί στην παραγωγικότητα;
«Στο επίκεντρο του προβλήματος βρίσκονται οι μηχανισμοί με τους οποίους οι ώρες εργασίας και το επενδυμένο κεφάλαιο μετατρέπονται σε παραγωγή και η κοινωνική δομή της αγοράς εργασίας», απαντά ο διευθυντής του ΕΚΚΕ.
Όπως εξηγεί, η χώρα μας χαρακτηρίζεται από τα υψηλότερα μερίδια αυτοαπασχόλησης και εξαιρετικά μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, με σημαντικότατες επιπτώσεις στην οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής. «Από τη μια πλευρά η μισθωτή εξηρτημένη εργασία αφορά το 69% του εργατικού δυναμικού, έναντι 86% στην Ευρώπη (και τη Πορτογαλία, μια συγκρίσιμη χώρα), ενώ το 19% των Ελλήνων εργαζομένων είναι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό – σχεδόν 800 χιλ. άτομα που περιλαμβάνουν οιονεί μισθωτούς, τα «μπλοκάκια» και επαγγελματίες σε τεχνικά ή επιστημονικά ελεύθερα επαγγέλματα – 10 ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω από το 9% της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα μόλις το 22% των εργαζομένων της χώρας απασχολείται σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα με πάνω από 50 απασχολούμενους, υπάγεται, δηλαδή, στις μορφές οργάνωσης μιας τυπικής αγοράς εργασίας».
Δεν φταίει μόνο το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων
Ωστόσο, είναι παραπλανητικό να αποδίδουμε αποκλειστικά την ευθύνη στο πολύ μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων ή σε κάποια υποδεέστερη διαχειριστική ικανότητα των επιχειρηματιών.« Οι μελέτες υποδεικνύουν ότι εάν οι γερμανικές επιχειρήσεις «μεταφερθούν» στην Ελλάδα, δεν θα είναι περισσότερο αλλά λιγότερο αποδοτικές από τις ελληνικές επιχειρήσεις. Αντίθετα, αν οι ελληνικές επιχειρήσεις λειτουργήσουν στο επιχειρηματικό, θεσμικό και διακυβερνητικό περιβάλλον της Γερμανίας, θα ήταν σχεδόν εξίσου αποδοτικές με τις γερμανικές επιχειρήσεις. Είναι η ποιότητα των θεσμών, όχι η εφευρετικότητα των επιχειρηματιών, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικές επιδόσεις», επισημαίνει ο οικονομολόγος.
Έλληνες και Πορτογάλοι
Συγκρίνοντας τη χώρα μας με τη Πορτογαλία, αν και το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων σε όρους απασχόλησης είναι σχεδόν το ίδιο στις δυο χώρες, οι Πορτογάλοι εργαζόμενοι παράγουν κατά μέσο όρο περίπου 11% μεγαλύτερο κύκλο εργασιών ανά άτομο – αλλά 33% μεγαλύτερο στις επιχειρήσεις με 10-19 απασχολούμενους και 38% στη κατηγορία με 20-49 απασχολούμενους – δημιουργούν 15% μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, 25% υψηλότερη «κερδοφορία» και 21%-25% υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας από τους Έλληνες ομολόγους τους. Το πλεονέκτημα είναι πιο έντονο στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, την ίδια την ατμομηχανή της δημιουργίας θέσεων εργασίας.
Θεσμική ποιότητα
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Πορτογαλίας με βάση την αγοραστική δύναμη είναι περίπου 22,5% υψηλότερο από το αντίστοιχο της Ελλάδας. Εάν η Ελλάδα μπορούσε να φτάσει τα θεσμική ποιότητα της Πορτογαλίας, η θεωρία και η οικονομετρία υποδεικνύουν ότι το κατά κεφαλήν εισόδημά της θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 10-15%. Μια τέτοια ώθηση όχι μόνο θα μείωνε το εισοδηματικό χάσμα, αλλά θα μπορούσε να επιφέρει έναν πιο αποδοτικό ιδιωτικό τομέα και – με τις κατάλληλες πολιτικές – απτές κοινωνικές βελτιώσεις, μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων.

Ηλίας Κικίλιας, οικονομολόγος, διευθυντής ερευνών ΕΚΚΕ
3. Γιατί μειώνεται το μερίδιο μισθών στο ΑΕΠ και αυξάνεται το μερίδιο κερδών;
Για τον ερευνητή, η κατανομή του εισοδήματος, στον πυρήνα της είναι μια «πολιτική δήλωση» σχετικά με το ποιος κερδίζει από την ανάπτυξη.
Στην Ελλάδα, τα μερίδια μισθών και κερδών στο εισόδημα από 29% και 61% το 1995, διαμορφώθηκαν σε 36% και 54% το 2009 και 37% και 48% το 2019. Στις χώρες της Ευρώζώνης – και τη συγκρίσιμη Πορτογαλία – τα τελευταία 30 χρόνια το μερίδιο της εξηρτημένης εργασίας στο ΑΕΠ κινείται στην περιοχή του 46%-49% και των κερδών στην περιοχή του 40%-43%. Οι μισθοί, στη χώρα αυτή, έχασαν 4 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2009 και 2016 – grosso mondo τη «μνημονιακή» της περίοδο – με τα κέρδη να κερδίζουν μόλις 1,7, αλλά η τάση αυτή αντιστράφηκε πλήρως μέχρι το 2024 με τους μισθούς να κερδίζουν 4,7 μονάδες και τα κέρδη να χάνουν 4,2 ποσοστιαίες μονάδες. Το μήνυμα είναι ότι η οικονομική πολιτική, ακόμη και εντός της Ευρωζώνης, μπορεί να συνδυάζει τη δημοσιονομική πειθαρχία και την οικονομική αποδοτικότητα με τη δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος.
Το 2024 το μερίδιο των μισθών στη χώρα μας μειώθηκε στο 35% από 36,8% το 2019 και τα κέρδη εκτινάχθηκαν στο 50,2% από 48,3%, όταν το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 52,4 δισ. αλλά μόνο τα 15 δισ. καλύφθηκαν από τους μισθούς της εξηρτημένης εργασίας ενώ 30 δισ. πήγαν στα κέρδη».
Ανάκαμψη με αποκλεισμούς
«Αυτό που βλέπουμε δεν είναι απλώς μια δυσμενής κατανομή του εισοδήματος, αλλά η αντοχή μιας παλιάς πολιτικής τάξης και ενός υποδείγματος διακυβέρνησης που προσπαθεί να συγκαλύψει το γεγονός ότι η μεταπολεμική «κανονικότητα» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μια εκτεταμένη άτυπη οικονομία, η εξάρτηση από στρατηγικές εισοδήματος οικογενειών που νοσταλγούν και αναζητούν ματαίως την οικονομική ασφάλεια από ένα κράτος που ταλαντεύεται μεταξύ αρπαγής και προστατευτισμού έχουν συνδυαστεί για να δημιουργήσουν ένα οικονομικό μοντέλο που κατανέμει την ανάπτυξη άνισα. Το αποτέλεσμα είναι μια «ανάκαμψη με αποκλεισμούς»: Το ΑΕΠ αυξάνεται, αλλά το βιοτικό επίπεδο υποχωρεί για την πλειοψηφία. Η ανάκαμψη μπορεί να συμμορφώθηκε με το γράμμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας της ΕΕ, αλλά παραβίασε το πνεύμα της κοινωνικής συνοχής».
Βαθιά ριζωμένη ανισότητα – ένα πολιτικό πρόβλημα
«Η συσσώρευση κεφαλαίου πραγματοποιείται χωρίς την απαραίτητη θεσμική μεταρρύθμιση. Η οικονομική δομή έχει αλλάξει: η μισθωτή εργασία έχει αυξηθεί σε σχετικούς όρους. Αλλά η κατανομή των αμοιβών παραμένει στρεβλή, η αύξηση του ΑΕΠ συνυπάρχει με μια βαθιά ριζωμένη ανισότητα. Αυτή η ασυμμετρία αποκαλύπτει ότι οι «μεταρρυθμίσεις» απλώς αναδιατάσσουν την ανισότητα αντί να την αντιμετωπίζουν. Αυτό αντανακλά μια βαθύτερη παθολογία: την κυριαρχία των πελατειακών δικτύων και τη θεσμική αδυναμία. Το πρόβλημα δεν είναι τεχνοκρατικό, ούτε οικονομικό. Είναι αμιγώς πολιτικό», τονίζει ο κ. Κικίλιας

4. Γιατί οι Έλληνες βαθμολόγησαν αρνητικά τα μέτρα της ΔΕΘ;
Ο διευθυντής ερευνών του ΕΚΚΕ υπενθυμίζει ότι μεταξύ 2019 και 2024, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 28,3%, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα κατά 26,4%, οι αμοιβές εξηρτημένης εργασίας κατά 22% αλλά οι άμεσοι φόροι κατά 52,3%.
«Αυτό συνιστά και ένα μέτρο της ασκούμενης υπερφορολόγησης της εργασίας. Συνεπώς, κάθε μέτρο που ελαφρύνει την υπερφορολόγηση των εισοδημάτων από εργασία, κυρίως των οικογενειών με παιδιά, είναι θετικό.
Ωστόσο τα μέτρα αυτά δεν συνιστούν φορολογική μεταρρύθμιση. Δεν αλλάζουν τη μεγάλη αναλογία των φόρων κατανάλωσης που επιβαρύνουν κυρίως τα χαμηλά και μέσα εισοδήματα αλλά δίνουν αρκετά σε επιλεγμένες κοινωνικές ομάδες με σαφή εκλογική επιδίωξη. Μείωση ΦΠΑ στο Β. Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα, 13ος μισθός στους ένστολους, μείωση φορολογίας σε οικογένειες με εισόδημα 40-60 χιλιάδες – τη μεσαία τάξη – αλλά όχι στα χαμηλότερα εισοδήματα και στους ιδιοκτήτες ακριβών ή πολλών ακινήτων, αλλά όχι στους «παρακάτω».
Όσον αφορά στους νέους, οι 3 στους 4 δηλώνουν εισοδήματα χαμηλότερα από 10.000 ευρώ. Το πραγματικό πρόβλημα των νέων, ιδιαίτερα της πιο εκπαιδευμένης γενιάς που είχαμε ποτέ, είναι η ποιότητα των προσφερόμενων θέσεων εργασίας, το εξαιρετικά χαμηλό ύψος των αποδοχών και οι συνθήκες στην αγορά εργασίας σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος διαβίωσης και στέγασης. Με λίγα λόγια, η έλλειψη προοπτικής», δηλώνει.
Επιδοματική πολιτική
Σύμφωνα με τον ίδιo, η πολιτική λογική των μέτρων της ΔΕΘ, δεν διαφέρει σημαντικά από τα πολυπληθή επιδόματα και vouchers των τελευταίων ετών.
«Απλά μετριάζουν τις άμεσες πιέσεις του κόστους διαβίωσης αλλά δεν συνεισφέρουν το παραμικρό στη δημιουργία προϋποθέσεων για τη δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας.
Οι προτεραιότητες σήμερα αφορούν, από τη μια μεριά, στις ελλείψεις στις δημόσιες υποδομές στην παιδεία και την υγεία, στη δημόσια ασφάλεια και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ελλείψεις που επιβαρύνουν δυσανάλογα περισσότερο τους οικονομικά ασθενέστερους. Από την άλλη, το δημόσιο κεφάλαιο θα είχε πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα αν στόχευε την υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής – δίκτυα μεταφορών, ψηφιακή συνδεσιμότητα, εγκαταστάσεις πράσινης ενέργειας – που θα τονώσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις και θα διαχύσουν την οικονομική δραστηριότητα πέρα από τα αστικά κέντρα και έδινε έμφαση στις παραγωγικές επενδύσεις που προσφέρουν περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας στους εργαζόμενους».

Αλλαγή παραγωγικού μοντέλου: Aναγκαιότητα ή ευχολόγιο;
Τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση επικαλούνται την ανάγκη για «αλλαγή παραγωγικού μοντέλου». Μήπως πρόκειται για φράση-πασπαρτού που ο καθένας της δίνει το περιεχόμενο που θέλει;
«Διαισθάνομαι ότι η προβληματική για την «αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου» αν και προφανής, συνιστά είτε μια εύκολη απλοποίηση είτε και μια υποκριτική υπεκφυγή», απαντά ο κ. Κικίλιας.
«Από πολλές πλευρές, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης μέσω των αρμοδίων υπουργών, το κεντρικό πρόβλημα του υφιστάμενου «παραγωγικού μοντέλου» προσδιορίζεται στο υψηλό έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου που πρέπει κατεπειγόντως να διορθωθεί με την ενίσχυση των επενδύσεων και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κυρίως στη μεταποιητική βιομηχανία και αύξηση των εξαγωγών αγαθών. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι εξαγωγές αγαθών μεταξύ του 2015 και του 2024 αυξήθηκαν κατά 24 δις. ή κατά 96% , με υπερδιπλάσιο ρυθμό από την αύξηση του ΑΕΠ κατά 35%.
Παρόλα αυτά το εμπορικό έλλειμμα από 17,7 δις το 2015 διπλασιάστηκε σε 35,7 δις, το 2024. Η αιτία εκτροχιασμού του εμπορικού ισοζυγίου, συνεπώς, δεν είναι η υστέρηση των εξαγωγών αλλά η εκρηκτική αύξηση των εισαγωγών που αυξήθηκαν κατά 42 δις. ή κατά 80% την ίδια περίοδο.
Δεύτερον, η βιομηχανική παραγωγή επίσης αυξάνεται με ρυθμούς μεγαλύτερους από το ΑΕΠ από το 2013 μέχρι σήμερα. Τρίτον, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επίσης βελτιώνεται συνεχώς: από το 2009 ως σήμερα η βελτίωση αυτή ισοδυναμεί με μια «υποτίμηση» σχεδόν 35%.
Επομένως, αυτό που φαίνεται να επιδιώκεται ως αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, ήδη συμβαίνει εδώ και μια δεκαετία και μάλιστα με πολύ ικανοποιητικούς ρυθμούς, αλλά το εμπορικό ισοζύγιο συνεχίζει να επιδεινώνεται και οι δημιουργούμενες θέσεις εργασίας είναι στην συντριπτική τους πλειονότητα χαμηλής ποιότητας, παραγωγικότητας και αποδοχών.
Αγκάθι η έλλειψη ποιοτικών θέσεων εργασίας
«Το βασικό πρόβλημα της χώρας είναι η αδυναμία δημιουργίας επαρκών θέσεων εργασίας υψηλής παραγωγικότητας, ποιότητας και αποδοχών. Οι καλές θέσεις εργασίας απαιτούν καλές και ισχυρές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα – αλλά όχι αποκλειστικά – στο επίπεδο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αποτελούν και την ατμομηχανή της δημιουργίας θέσεων εργασίας σε συνδυασμό με την αύξηση των μεγάλων παραγωγικών μονάδων που αποτελούν τον σκληρό πυρήνα του παραγωγικού συστήματος και λειτουργούν ως κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης. Αυτά προϋποθέτουν στρατηγική και συγκεκριμένες κρατικές πολιτικές, που δεν υπάρχουν σήμερα», υπογραμμίζει ο διευθυντής του ΕΚΚΕ.
Καταπολέμηση διαφθοράς
Για να υπάρξει, ωστόσο, ένα «νέο παραγωγικό μοντέλο» προσανατολισμένο στη δημιουργία καλών θέσεων εργασίας, απαιτούνται ριζικές αλλαγές στο μοντέλο διακυβέρνησης, επιμένει ο οικονομολόγος.
«Η πελατειακή πολιτική και οι αδύναμοι θεσμοί στην Ελλάδα επιβάλλουν ένα βαρύ, ποσοτικοποιήσιμο κόστος: Yψηλότερες τιμές, υπηρεσίες χαμηλότερης ποιότητας, βραδύτερη ανάπτυξη, χαμηλότερους μισθούς και υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου.
Η μεταρρύθμιση στην Ελλάδα πρέπει επομένως να υπερβεί τα μέτρα που ελκύουν τα πρωτοσέλιδα. Προτεραιότητα πρέπει να είναι η ανοικοδόμηση των θεμελιωδών θεσμών εμπιστοσύνης, διαφάνειας, καταπολέμησης της διαφθοράς, διακυβέρνησης και απλότητας των κανονισμών. Μόνο έτσι μπορεί η χώρα μας να ανακατευθύνει το κεφάλαιο προς τις πιο παραγωγικές του χρήσεις, να απελευθερώσει το λανθάνον δυναμικό των επιχειρήσεών της και να επιτύχει τη βιώσιμη ανάπτυξη που τόσο απεγνωσμένα χρειάζεται ο λαός της», καταλήγει.