Οδηγεί σχεδόν ο ένας στους δύο γάμους σε διαζύγιο; Η αλήθεια πίσω από τις στατιστικές

Οδηγεί σχεδόν ο ένας στους δύο γάμους σε διαζύγιο; Η αλήθεια πίσω από τις στατιστικές

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δημογραφικό δείχνουν ότι σε καθε 100 γάμους, αντιστοιχούν 42 διαζύγια. Όμως η ανάγνωση των στατιστικών θέλει προσοχή. Ο δημογράφος Βύρων Κοτζαμάνης, μας εξηγεί γιατί.

Εκτός από τη μείωση των γεννήσεων, που είναι πια το «σιγουράκι» στις ετήσιες στατιστικές για το δημογραφικό, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024 δείχνουν επιπλέον μείωση των γάμων και αύξηση των διαζυγίων.

Το 2024 σε κάθε 100 γάμους, αντιστοιχούσαν 42,4 διαζύγια. Η αντίστοιχη αναλογία το 2023 ήταν 37,5 προς 100 και το 2022 στο 33,4.

Διαβάστε επίσης: Η τιμωρία να είσαι Έλληνας προπονητής…

Εφόσον συνεχιστεί η ίδια τάση το 2025, η αναλογία διαζυγίων προς γάμους θα αγγίξει το 50%. Άλλωστε κάπως έτσι παρουσιάστηκε η είδηση σε ελληνικά ΜΜΕ και αναπαράχθηκε σε social media: «Σχεδόν ο ένας στους δύο γάμους καταλήγει σε διαζύγιο». Σωστά; Λάθος.

Είναι σαν να συγκρίνουμε μήλα με πορτοκάλια, αφού τα διαζύγια του 2024, προέρχονται από γάμους που τελέστηκαν σε προηγούμενες χρονιές, σε πολλές διαφορετικές χρονολογίες.

πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

Αύξηση συχνότητας διαζυγίων

Ο καθηγητής δημογραφίας Βύρωνας Κοτζαμάνης, Διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ),  αναλύει τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και μας εξηγεί γιατί δεν πρέπει να πέφτουμε θύματα των «πιασάρικων» τίτλων:

«Αν κοιτάξουμε διαχρονικά, η ένταση των διαζυγίων αυξάνεται. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το 42% των γάμων καταλήγει σε διαζύγιο. Είναι μια αναλογία δημοσιογραφική, που για τους δημογράφους είναι biased (διαβλητή /μη αντικειμενική) και δεν τη χρησιμοποιούν ποτέ.

Χρησιμοποιούμε πιο εξειδικευμένους και σύνθετους δείκτες. Π.χ. Στα 1000 ζευγάρια που παντρεύτηκαν το1980 (ή το 1990, 2000 κ.ο.κ), πόσα έχουν χωρίσει μέχρι σήμερα; Παρακολουθώντας τους δείκτες αυτούς, θα δούμε ότι υπάρχει μια αύξηση της συχνότητας των διαζυγίων. Όμως με κανέναν τρόπο δεν ισχύει ότι στην Ελλάδα σχεδόν ο ένας στους δύο χωρίζει», δηλώνει ο ο διευθυντής του ΙΔΕΜ

Με παπά, κουμπάρο ή συμβολαιογράφο;

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το 2024 τελέστηκαν 36.649 γάμοι, αριθμός μειωμένος κατά 9,2% σε σχέση με το 2023. (από 40.351). Από αυτούς οι  19.695 ήταν θρησκευτικοί και 16.954 πολιτικοί. Παράλληλα, τα σύμφωνα συμβίωσης ανήλθαν σε 14.48, καταγράφοντας πτώση 3,9% σε σύγκριση με το 2023.

Στο πλαίσιο των αλλαγών στο οικογενειακό δίκαιο, καταγράφηκαν και 101 γάμοι μεταξύ ανδρών και 81 μεταξύ γυναικών, ενώ στα σύμφωνα συμβίωσης περιλαμβάνονται 192 ομόφυλα σύμφωνα μεταξύ ανδρών και 96 μεταξύ γυναικών.

Τα διαζύγια σημείωσαν αύξηση, αγγίζοντας τα 15.532, αριθμός μεγαλύτερος κατά 2,8% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Το 82,4% αυτών ήταν συναινετικά, ενώ το 12,1% κατ’ αντιδικία.

Δεκαπλασιάστηκαν τα σύμφωνα συμβίωσης

Ο θεσμός του θρησκευτικού γάμου εξακολουθεί να έχει την πρωτοκαθεδρία στην Ελλάδα, αν και χάνει συνεχώς έδαφος ως αναλογία επί του συνόλου των πράξεων επισημοποίησης του δεσμού μεταξύ δύο ανθρώπων. Πλέον πάνω από έξι στα δέκα ζευγάρια να επιλέγουν να παντρευτούν ή να επισφραγίσουν τη συμβίωσή τους εκτός άμβωνος.

Ειδικά την τελευταία δεκαετία τα σύμφωνα συμβίωσης έχουν δεκαπλασιαστεί. Αποτελούν πλέον το 28% του συνόλου των επίσημων πράξεων, από 2,9% το 2014.

Γιατί μειώνονται οι γάμοι

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι γάμοι έχουν μειωθεί σχεδόν κατά το ήμισυ σε σύγκριση με το 1981, από 71.000 στις 36.000 (ή στις 51.000 μαζί με τα σύμφωνα συμβίωσης, μείωση 28%).

«Από το 1980 και μετά έχουμε μεγάλη μείωση των γεννήσεων. Από 145.000 φτάσαμε στις 100.000 περίπου το 2000», μας λέει ο κ. Κοτζαμάνης. Σήμερα σε ηλικία γάμου και συμβίωσης έρχονται κυρίως τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το ’80. Η  μείωση των γάμων εξαρτάται από τη μείωση των ατόμων αυτής της γενιάς, όχι μόνο λόγο της υποχώρησης των γεννήσεων, αλλά και της εξωτερικής  μετανάστευσης (brain drain).

Γιατί μειώνονται οι γεννήσεις

Η μείωση των γεννήσεων είναι πιο έντονη την τελευταία δεκαετία, αλλά δεν ξεκίνησε με την οικονομική κρίση. «Η μεγαλύτερη πτώση των γεννήσεων σημειώνεται μεταξύ της δεκαετίας του 1980 και των αρχών του 1990. Μετά έχουμε μια αύξηση των γεννήσεων από το 2000 ως το 2010, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αυξημένη συμμετοχή των γεννήσεων αλλοδαπών», εξηγεί ο διευθυντής του ΙΔΕΜ.

Η κατάρρευση των γεννήσεων σε μια περίοδο που κατά τα άλλα είναι συνδυασμένη με την «πασοκική ευμάρεια» (ακόμα και αν πρόκειται για νοσταλγική ωραιοποίηση), συνδέεται με τον καθυστερημένο και ελλιπή μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας.

Ενώ στην Ελλάδα συντελούνται συνταρακτικές κοινωνικές αλλαγές, ιδίως από τη δεκαετία του ’70 και μετά (έντονη εσωτερική μετανάστευσης, είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας, αύξηση του επιπέδου σπουδών), δεν λαμβάνονται αντίστοιχα μέτρα στήριξης της γυναίκας  και του παιδιού.

Αντίθετα σε χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, βλέπουμε ότι τα ζευγάρια που γεννήθηκαν το 1980, κάνουν περίπου τον ίδιο αριθμό παιδιών με τα ζευγάρια που γεννήθηκαν το 1960.

«Όλες οι έρευνες που διαθέτουμε δείχνουν ότι τα ζευγάρια που γεννήθηκαν μετά το 1980 επιθυμούν να κάνουν πάνω από δύο παιδιά κατά μέσο όρο. Σε χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Γαλλία, καθώς και σε Σκανδιναβικά κράτη, τα ζευγάρια κάνουν έναν αριθμό παιδιών κοντά σε αυτόν που επιθυμούν. Δηλαδή επιθυμούν 2,2 παιδιά, κατά μέσο όρο και κάνουν 1,9. Εμείς επιθυμούμε επίσης πάνω από δύο παιδιά, αλλά κάνουμε 1,5. Η διαφορά είναι τεράστια», συμπληρώνει ο κ. Κοτζαμάνης.

Έμφυλες διακρίσεις στον ιδιωτικό βίο

Εκτος από την έλλειψη κοινωνικού κράτους και την οικονομική ασφυξία (το να μεγαλώνεις παιδί στην Ελλάδα είναι πλέον ακριβό σπορ), μία από τις αιτίες που τα ζευγάρια στην Ελλαδα κάνουν λιγότερα παιδιά από όσα επιθυμούν είναι πιθανόν και οι έμφυλες διακρίσεις στον ιδωτικό βίο.

Ο δείκτης απλήρωτης oικιακής εργασίας της γυναίκας στην Ελλάδα είναι από τους υψηλότερους πανευρωπαϊκά. Με βάση πρόσφατα στοιχεία της Εurostat, στη χώρα μας έχουμε δεύτερο το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ αντρών και γυναικών στη συμμετοχη στις οικιακές εργασίες – που περιλαμβάνουν και την ανατροφή των παιδιών.

Οι γυναίκες ξοδεύουν κατά μέσο όρο πάνω από τέσσερις ώρες την ημέρα σε απλήρωτες εργασίες οικιακής και οικογενειακής φροντίδας και οι άντρες μόλις δύο. Ακόμα πιο ανδροκρατική είναι η ιταλική κοινωνία, με το χάσμα στην απλήρωτη εργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών να προσεγγίζει τις τρεις ώρες. Ακόμα και σε εξελιγμένες χώρες, όπως η Νορβηγία, το χάσμα στην απλήρωτη εργασία ανδρών και γυναικών παραμένει έστω και μειωμένο (λιγότερο από μία ώρα).

Το πώς μοιράζεται ο χρόνος μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ανατροφή των παιδιών, είναι ένα ζήτημα που συχνά υποτιμάται. Ιδίως όταν στη συζήτηση περί δημογραφικού ακούγονται πιο δυνατά  οπισθοδρομικές και αντιδραστικές φωνές, του τύπου «γεννάτε γιατί χανόμαστε».

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ