
Τρεις παράγοντες φαίνεται ότι επηρεάζουν τη διάρκεια ζωής ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες, δείχνει νέα μελέτη
Σε όλους σχεδόν τους λαούς και όλες τις ιστορικές περιόδους, οι γυναίκες τείνουν να ζουν περισσότερο από τους άνδρες, ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε πολλά ακόμα είδη θηλαστικών.
Αν και το χάσμα μακροβιότητας μεταξύ των δύο φύλων έχει περιοριστεί σε κάποιες χώρες λόγω της προόδου στην ιατρική και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής, η διαφορά αυτή είναι απίθανο να εξαφανιστεί στο μέλλον, προκύπτει από νέα μελέτη: τα αίτια φαίνεται πως είναι βαθιά ριζωμένα στην εξέλιξη.
Διαβάστε επίσης: «Χειρουργείο και πολύμηνη απουσία για τον Καμπόκλο της Χάποελ Τελ Αβίβ»
Η διεθνής έρευνα που δημοσιεύεται στο Science Advances είναι η μεγαλύτερη που έχει πραγματοποιηθεί ως σήμερα για τις διαφορές των φύλων ζωικό βασίλειο. Οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα για 1.176 είδη θηλαστικών και πτηνών σε ζωολογικούς κήπους, καθώς και παρατηρήσεις για πληθυσμούς 110 ειδών στη φύση.
Το μοτίβο που προκύπτει είναι σαφές: στα περισσότερα είδη θηλαστικών τα θηλυκά ζουν περισσότερο, 12% κατά μέσο όρο. Το αντίθετο βρέθηκε να συμβαίνει στα πτηνά, με τα αρσενικά να ζουν 5% περισσότερο.

Οι θηλυκοί γορίλες, όπως αυτός στο Εθνικό Πάρκο του Λοάνγκο στη Γκαμπόν, ζουν συνήθως περισσότερο από τους αρσενικούς (© Martha Robbins)
Φυλετικά χρωμοσώματα
Τα ευρήματα, λένε οι ερευνητές, προσφέρουν στήριξη σε τρεις διαφορετικές εξηγήσεις που έχουν προταθεί.
Η γνωστότερη θεωρία αφορά τα φυλετικά χρωμοσώματα: στα θηλαστικά, τα θηλυκά φέρουν δύο αντίγραφα του γονιδίου Χ, ένα από κάθε γονέα, ενώ τα αρσενικά φέρουν ένα Χ από τη μητέρα και ένα Υ από τον πατέρα. Θεωρητικά, τα θηλυκά είναι καλύτερα προστατευμένα από μεταλλάξεις στο χρωμόσωμα Χ, δεδομένου ότι οι βλάβες αντισταθμίζονται από το υγιές αντίγραφο.
Το αντίστροφο ισχύει στα πτηνά, όπου τα φυλετικά χρωμοσώματα διαφέρουν: τα αρσενικά φέρουν δύο αντίγραφα του χρωμοσώματος Ζ και ζουν περισσότερο, ενώ τα θηλυκά φέρουν ένα Ζ και ένα W.
Παρόλα αυτά, η μελέτη καταγράφει πολλές εξαιρέσεις στον κανόνα. «Σε ορισμένα είδη το μοτίβο ήταν το αντίθετο από το αναμενόμενο» δήλωσε η Γιοχάνα Σταρκ του Ινστιτούτου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας «Μαξ Πλανκ» στη Λειψία της Γερμανίας, επικεφαλής της μελέτης.
«Για παράδειγμα, σε πολλά είδη αρπακτικών πτηνών τα θηλυκά είναι πιο μεγαλόσωμα και ζουν περισσότερο από τα αρσενικά. Επομένως τα φυλετικά χρωμοσώματα είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ» είπε η ερευνήτρια.
Σεξουαλική επιλογή
Οι εξαιρέσεις αυτές ίσως εξηγούνται από μια δεύτερη υπόθεση, τη θεωρία της σεξουαλικής επιλογής. Σε πολλά είδη, τα θηλυκά έλκονται από κυρίαρχα αρσενικά με μεγάλο σωματικό μέγεθος ή άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως τα κέρατα. Τα χαρακτηριστικά αυτά, τα οποία απαιτούν μεγάλη δαπάνη ενέργειας και συχνά δεν έχουν λειτουργική αξία, από τη μία αυξάνουν την αναπαραγωγική επιτυχία, από την άλλη περιορίζουν το προσδόκιμο ζωής.
Το φαινόμενο αυτό, λένε οι ερευνητές, είναι εμφανές στα περισσότερα θηλαστικά και στα πολυγαμικά είδη πτηνών.
Στα μονογαμικά είδη, αντίθετα, ο σεξουαλικός ανταγωνισμός είναι περιορισμένος και τα αρσενικά συχνά ζουν περισσότερο.
Γονική φροντίδα
Η μελέτη προσφέρει επίσης στήριξη στη θεωρία της γονικής φροντίδας, σύμφωνα με την οποία τα θηλυκά άτομα, τα οποία αναλαμβάνουν τη φροντίδα των μικρών, έχουν εξελιχθεί να ζουν περισσότερο, μέχρι οι απόγονοί τους να φτάσουν την ενηλικίωση.
Υπάρχει όμως και μια εναλλακτική εξήγηση για τον ρόλο της γονικής φροντίδας: τα είδη στα οποία τα θηλυκά αναλαμβάνουν αποκλειστικά τη φροντίδα των μικρών τείνουν επίσης να είναι πολυγαμικά, με τα αρσενικά να προσπαθούν να ζευγαρώσουν με όσο γίνεται περισσότερες συντρόφους. Κι αυτό σημαίνει ότι τα αρσενικά δαπανούν περισσότερη ενέργεια για να ζευγαρώσουν, δαπάνη που ίσως έχει κόστος στη διάρκεια ζωής.
Ένα άλλο σημαντικό εύρημα της ανάλυσης είναι ότι η διαφορά της διάρκεια ζωής στα δύο φύλα είναι μικρότερη στους ζωολογικούς κήπους, όπου τα ζώα δέχονται μικρότερες περιβαλλοντικές πιέσεις.
Ακόμα και σε συνθήκες αιχμαλωσίας όμως οι διαφορές παραμένουν, έστω κι αν είναι μικρότερες, κάτι που σημαίνει ότι το περιβάλλον παίζει ρόλο αλλά όχι καθοριστικό.
Το ίδιο φαίνεται ότι συμβαίνει στους ανθρώπους, όπου η βελτίωση της ιατρικής και των συνθηκών ζωής δεν είναι αρκετή για να κλείσει η ψαλίδα ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες.
Το φαινόμενο, είπαν οι ερευνητές, έχει βαθιές εξελικτικές ρίζες και πιθανότατα θα συνεχίσει να ισχύει στο μέλλον.