
Ήταν 11 Νοεμβρίου του 1994 όταν ο «θρυλικός» Ατίλιο έφυγε από τη ζωή, μένοντας όμως για πάντα στις μνήμες των οπαδών του Ολυμπιακού.
Πέρασαν 31 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που η «θρυλική» τρομπέτα του Ολυμπιακού έφυγε από τη ζωή. Ο λόγος για τον Ατίλιο ή κατά κόσμο Βασίλη Δουρίδα. Ενός ανθρώπου που συνέδεσε το όνομά του με τους Ερυθρόλευκους και ο ήχος της τρομπέτας του ακόμα ακούγεται στα γήπεδα των ομάδων του συλλόγου.
Ένας πιστός «στρατιώτης» που λάτρευε τον Ολυμπιακό και αψήφησε ακόμα και τα προβλήματα υγείας που του παρουσιάστηκαν για να μπορεί να είναι δίπλα στην ομάδα και να την στηρίζει. Κάτι που συνέχισε να κάνει μέχρι το τελευταίο κομμάτι της ζωής του. Γιατί για εκείνον οι Πειραιώτες ήταν πάνω από όλους και από όλα…
Διαβάστε επίσης: Ο Ολυμπιακός έβγαλε για πρώτη φορά εισιτήρια για τρία παιχνίδια
Πώς βγήκε το «θρυλικό» προσωνύμιο
Οι ξεχωριστές φιγούρες έχουν και ανάλογα προσωνύμια, που τονίζουν ακόμα περισσότερο τη μοναδικότητά τους, έτσι ακριβώς και με τον Ατίλιο. Λίγοι τον ήξεραν ως Βασίλη Δουρίδα, όλοι όμως με αυτό το παρατσούκλι των 6 γραμμάτων. Μια Κυριακή είχε αργήσει να φτάσει στο γήπεδο και μόλις πήγε έτρεχε αλαφιασμένος να πιάσει θέση εκεί όπου ήταν πάντα, στα κάγκελα της εισόδου της «Θύρας 7».

Έτσι αλαφιασμένος όπως έτρεχε, άθελα του γκρέμισε μερικούς συνοπαδούς, με κάποιον να κάνει την ερώτηση που έμελλε να τον καταστήσει άφθαρτο από τον χρόνο και πάντα χαραγμένο στη μνήμη του κόσμου: «Σιγά ρε φίλε, ποιος είσαι; Ο Ατίλιο;».
Αυτό ήταν. Με μιας ταυτίστηκε με τον γνωστό παλαιστή της εποχής. Δεν ήταν πλέον απλά ο Βασίλης Δουρίδας, είχε γίνει ένα σύμβολο για όλο τον «πύρινο» κόσμο. Όπως το πρόσωπο από το οποίο προήλθε το καινούριο του όνομα, έτσι κι εκείνος πάλευε.
Ο Ολυμπιακός ήταν πάνω από όλους για τον Ατίλιο
Πάλευε για τον Ολυμπιακό, να βρίσκεται κοντά του σε κάθε πιθανή κι απίθανη έδρα, παρέα με την τρομπέτα του. Πάλευε με το καθεστώς της δικτατορίας, όταν τον οδήγησαν στο δικαστήριο με την κατηγορία της υποκίνησης προς μη συμμόρφωση σε οδηγίες της αστυνομίας να εκκενωθεί ο χώρος έξω από τη θύρα 1, καταδικάζοντάς τον σε τέσσερις μήνες φυλάκιση με αναστολή.
Άσκησε όμως έφεση και με τη βοήθεια του Νίκου Υδραίου, προσωπικού δικηγόρου του ίδιου του Νίκου Γουλανδρή, απεδείχθη ότι οι κατηγορίες δεν ευσταθούσαν και κέρδισε την ελευθερία του.

Πάλευε με κάθε λογής ανεγκέφαλο, που τον είχαν χτυπήσει σε συμπλοκές έξω από τα γήπεδα. Η πιο σημαντική μάχη που έδινε ήταν με τον εαυτό του. Δεν ήθελε με τίποτα η υγεία του να τον κάνει να απουσιάσει από τους αγώνες της μεγάλης του αγάπης. Μαζί με την τρομπέτα του συνέχιζε να δίνει το παρών, ακόμα και όταν οι γιατροί τον συμβούλευσαν έστω να αποχωριστεί το μουσικό του όργανο, καθώς το διαρκές και δυνατό φύσημα επιβάρυνε τα ήδη ταλαιπωρημένα πνευμόνια του.
Είχε παρατήσει την Ιατρική για να μπορεί να ακολουθεί τον Ολυμπιακό παντού. Όχι, ο Ατίλιο δεν θα υποχωρούσε, θα βρισκόταν δίπλα μέχρι τέλους, ήταν το κάλεσμά του, αυτό που ένιωθε πως ήταν πλασμένος να κάνει, δεν ήθελε τίποτε άλλο.

Συνέχισε δίνοντας μέχρι και την τελευταία ικμάδα της δύναμής του. Στις 11 Νοεμβρίου του 1994 σε ηλικία 52 ετών. Πλήθος κόσμου τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία με το κόκκινο φέρετρο, την στερνή του επιθυμία προς την αγαπημένη του σύζυγο Αριστέα.
Η τρομπέτα του Ατίλιο μπορεί να μην ακούγεται πια στα επίγεια, όμως είναι σίγουρο πως κάπου στον ουρανό ερυθρόλευκα συνθήματα ακούγονται ακόμα, μόλις εκείνος δώσει το σύνθημα, όπως έκανε πάντα.



















