
Διαβάστε τον επικήδειο λόγο που εκφώνησε ο Παντελής Μπουκάλας, αποχαιρετώντας τον σπουδαίο σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου και αποτίοντας ένα φόρο τιμής στο έργο και την προσωπικότητά του. Ξεχωρίζουν οι αναφορές του στο ποδόσφαιρο και τον αγαπημένο του Πανσερραϊκό, αλλά και το λεπτό χιούμορ του για τον Σερραίο που μας έβαλε στην Ευρώπη «ποιος Καραμανλής; Ο Χαριστέας»
Βασίλη, φίλε αγαπημένε, ακριβέ και πολύτιμε, αυτή πρέπει να είναι η πρώτη και μόνη φορά που πίκρανες τους γνωρίμους σου, όσους είχαν την τιμή και την τύχη να διασταυρωθούν μαζί σου, αλλά και όσους σε ήξεραν μονάχα από τη ζηλευτή δουλειά σου στο θέατρο, στην τέχνη γενικότερα, που τη διακόνησες με ευφάνταστη ανανεωτική τόλμη ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και μεταφραστής. Άλλη ήταν πάντοτε η δική σου βιοτική συνήθεια, ο τρόπος σου, το ήθος σου: να τους κερνάς όλους, γνωστούς και αγνώστους, βαθιά ευφροσύνη και χαμόγελο ή γέλιο επίσης βαθύ και ολόκαρδο. Αλλά ένα γέλιο, επίτρεψέ μου να πω, με ουρά, με συνέχεια, με κληρονομιά. Αυτή το νοηματοδοτεί και το καταξιώνει. Αυτή δεν του επιτρέπει να εξανεμιστεί χωρίς ν’ αφήσει ένα ικανό υπόλοιπο μνήμης.
Από την πίστη σου πως η κωμωδία είναι η μοίρα μας, είναι η συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης, απέρρεε η πεποίθησή σου ότι το γέλιο είναι υπόθεση βάθους. Είναι υπόθεση της ψυχής, και όχι της σύσπασης των γελαστήριων μυών του προσώπου, για την ύπαρξη των οποίων θα σε είχαν πληροφορήσει σίγουρα οι σύντομες σπουδές σου στην Ιατρική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Αναγνωρίζοντας την ιαματική φύση του θεάτρου και προκρίνοντάς την, άλλαξες ρότα, φοιτητής ακόμα, βλέποντας στη Θεσσαλονίκη, σε ένα Σαββατοκύριακο που καθόρισε τον βίο σου, τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη και τους «Πέρσες» του Αισχύλου, σκηνοθετημένους από τον κατοπινό δάσκαλό σου, τον Κάρολο Κουν. Αντί να υπηρετήσεις τον Ασκληπιό, επέλεξες να αφιερωθείς στη Θάλεια και τη Μελπομένη, τις Μούσες του θεάτρου, της Κωμωδίας και της Τραγωδίας. Και τους αφιερώθηκες ισόβια, με νηφάλιο πάθος και με γνώσεις που τις πλούτιζε συνεχώς η βουλιμία σου για μάθηση. Δεν έπαυες πάντως να θυμίζεις ότι τα ανοιχτά θέατρα της αρχαίας Ελλάδας γειτόνευαν πάντα με Ασκληπιείο.
Καλός γιατρός θα είχες γίνει, καλότατος, δεν χωράει αμφιβολία. Ενδεχομένως βαθυστόχαστος ψυχαναλυτής. Το απολύτως βέβαιο πάντως είναι ότι και σαν γιατρός δεν θα είχες θησαυρίσει θησαυρούς επί της γης. Δεν το ’χες αυτό. Η σχέση σου με τον πλουτισμό, με το ατομικό συμφέρον γενικά, ήταν κάκιστη. Κάκιστη πρέπει να ήταν και η βαθμολογία σου στις εκθέσεις υπέρ της αποταμίευσης. Η καλλιτεχνική σου συνείδηση επέβαλλε σαν κανόνα απαράβατο τη διαρκή δαπάνη εαυτού και την αδιαφορία για το προσωπικό κόστος. Μά την αλήθεια, καθόλου εύκολο δεν φαίνεται να λειτουργήσεις σαν παράδειγμα, σαν πρότυπο.
Τέρψη δίχως σκέψη δεν νοείται, δεν έχει χυμούς και δεύτερη ζωή. Αυτό ήταν ένα από τα θεμελιώδη μαθήματά σου, που η κατασταλαγμένη βιοσοφία σου τα παρέδιδε πάντοτε σαν να ’σουν κι εσύ ο ίδιος ένα μαθητούδι· ένα χαριτωμένο και ξεχωριστό μαθητούδι, όχι δάσκαλος. Καμία έπαρση. Καμία οίηση. Και καμία προσποίηση. Γιατί, μέσα στα τόσα χαρίσματά σου, είχες κι ένα ελάττωμα βαρύ και αντιπαραγωγικό καταπώς λένε: Ζούσες μέχρι κεραίας και έπραττες μέχρι τελικής στιγμής όσα υποστήριζες, όσα δίδασκες, όσα απέσταζε ο περίσκεπτος λόγος σου βασανίζοντας το μυαλό και την ψυχή σου. Δεν τα προόριζες με πατερναλιστικό κυνισμό για τους άλλους.
Δεν ήσουν αυτάρεσκος τιμητής, ένας «απέξω», ή μάλλον ένας «αποπάνω» που κραδαίνει αυστηρά το ηθόμετρό του και βαθμολογεί συμπεριφορές, σαν εκείνους τους εξ ορισμού άμωμους κήνσορες της Ρώμης μια φορά κι έναν καιρό. Τον Μολιέρο τον αγαπούσες, άλλωστε είχες πρωτοανέβει στη σκηνή, στην πατρίδα σου, τις Σέρρες, δεκαεξάχρονος, παίζοντας τον Αργκάν στον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του τρανού Γάλλου συγγραφέα, σε παράσταση του Γαλλικού Ινστιτούτου. Και τον «Ταρτούφο» του τον αγαπούσες, όμως με τον ταρτουφισμό δεν απέκτησες ποτέ διπλωματικές σχέσεις.
Η υπόκριση, τέχνη πανάρχαιη και σπουδαία, δεν αφορούσε τον βίο σου, ο οποίος επαληθευόταν στην ειλικρίνεια, την αμεσότητα, την ριψοκίνδυνη ευθύτητα, τον αδυσώπητο αυτοσαρκασμό, που επικύρωνε παραδειγματικά τον λυτρωτικό σαρκασμό σου για τα κοινά. Γνωρίσματα όλα τούτα που ευθύνονται για τη μη συμπερίληψή σου στους καταλόγους με τους «αναγνωρίσιμους» και τους «επιτυχημένους» αυτού του τόπου, που τον λάτρευες αλλά μαζί με τους ανθρώπους του, όχι χωρίς αυτούς, όχι σαν ένδοξο άδειο κέλυφος, όπως τον προτιμούν κάμποσοι από τους διαφεντευτές του, τους ποικίλους ταγούς του. Άραγε, ποια παροιμία θα πείραζες τώρα, Βασίλη μας, για να μας δείξεις ότι για τίποτε δεν μετανιώνεις και ότι χαίρεσαι και καμαρώνεις που δεν συνυπολογίζεσαι στους «επιτυχημένους»; «Καλό του κεφαλιού μου», μήπως;
Απέναντι σε όσους μας δωρίζουν την ευκαιρία του χαμόγελου και τη δυνατότητα του γέλιου είμαστε ισόβιοι οφειλέτες. Απέναντι σε όσους μεριμνούν να μας ειδοποιήσουν εξαρχής ότι το γέλιο μας αυτό πρέπει να κρατάει άθικτη τη μελαγχολία στο βάθος του είμαστε διά βίου ευγνώμονες. Το ευλογημένο χιούμορ του Βασίλη Παπαβασιλείου, βαθύ και απολαυστικό, ήταν ο καθαρός και γνήσιος δείκτης της ηθικής του εγρήγορσης, της αδιαπραγμάτευτης πολιτικής του ελευθερίας από οποιασδήποτε αποκλίσεως δόγματα, αλλά και της πάντα άγρυπνης έγνοιας του για τα κοινά. Δι’ αυτού του χιούμορ υπήρχε και πολιτευόταν στον κόσμο – στο θέατρο, στις παρέες του, στα βιβλία του, στις συνεντεύξεις του, στα μαθήματά του σε δραματικές σχολές. Ως καλλιτέχνης, ως θεατροπράκτης με μισόν αιώνα ευφυούς και λεπταίσθητης δράσης. Ως στοχαστής με την κεφαλή του ανένδοτα ακηδεμόνευτη. Ως πολίτης με ρητή και σθεναρή την εναντίωσή του στη δηθενιά, τη δημαγωγία και την καπηλεία των συναισθημάτων.
Ανθρωπος ανόθευτα λαϊκός και αυθεντικά λόγιος την ίδια στιγμή ο Βασίλης Παπαβασιλείου, με ευρυμάθεια σπάνια, αλλά και με επίσης σπάνιο ρίζωμα στα απλά και ταπεινά πράγματα του βίου, διατήρησε άθικτη μέσα του τη μνήμη των πρώτων χρόνων του, που ίδρυσαν την προσωπικότητά του. Τη μνήμη της βορειοελλαδικής επαρχίας, οικονομικά στενεμένης αλλά τοπολογικά ανοιχτής και ευρύχωρης. Και τη μνήμη των αφηγήσεων προσφυγιάς που άκουγε από το στόμα του Πόντιου παππού του, ο οποίος στάθηκε πνευματικός πατέρας του, πριν ακόμα γίνει αρχιμανδρίτης.
Χάρη στα εφόδια που απέκτησε από πολύ νωρίς, και τα οποία δεν έπαψε στιγμή να διευρύνει, ο Παπαβασιλείου μπορούσε να θεολογεί και να φιλοσοφεί ουσιωδώς με την ίδια άνεση και με το ίδιο κέφι που τον χαρακτήριζε όταν ποδοσφαιρολογούσε, με σταθερό άξονα τον αγαπημένο του Πανσερραϊκό και τα λιοντάρια του. Αμυντικό χαφ έπαιζε μικρός, όπως έχει εξομολογηθεί. Αμυντικό χαφ όμως με τέτοιο δημιουργικό πνεύμα δεν έχει υπάρξει άλλο.
Οι κουβέντες του Βασίλη δεν άφηναν ούτε σπιθαμή για να φυτρώσουν τα ζιζάνια της σοβαροφάνειας, της δοκησισοφίας και της ισχυρογνωμοσύνης. Τη συζήτηση την εννοούσε με ακέραιο το πρώτο συνθετικό της, την πρόθεση «συν». Από τα ανθρώπινα δεν σνόμπαρε τίποτε. Μπορούσε να μιλάει ατέλειωτα για τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, για τον Σαίξπηρ και τον Πιραντέλο, για τον Γκολντόνι και τον Μαριβώ, για τον Γκαίτε και τον Τσέχοφ, για τον Κίρκεγκωρ, τον Κούντερα, τον Ρίτσο και τον Εμπειρίκο, που τους γνώριζε πραγματικά, όχι κατ’ επίφαση και χάριν επιδείξεως, και αμέσως έπειτα ν’ αρχίζει να κατονομάζει λατρευτικά τους σπουδαίους ποδοσφαιριστές με καταγωγή από τον νομό Σερρών.
«Τι νομίζεις» έλεγε. «Ένας Σερραίος μάς έβαλε στον χάρτη της Ευρώπης». Και πριν προλάβεις να πεις «ο Καραμανλής», σε διόρθωνε: «Ρε συ, για τον Άγγελο Χαριστέα λέω, που έβαλε το γκολ στον τελικό του Γιούρο, το 2004. Από τας Σέρρας ήταν κι αυτός. Αμ ο Τσιμίκας; Ο Κελεσίδης παλιότερα, που μας έφερνε φρούτα στο σπίτι; Ο Καρέτσας τώρα, το καινούριο φυντάνι; Κι αυτός Σερραίος είναι από το σόι του πατέρα του και του παππού του».
Αγαπημένε μας Βασίλη, αν ήσουν τώρα εδώ, σκιά παραμυθητική ανάμεσά μας, ή αν είχες προλάβει σ’ αυτές τις λίγες μέρες να βρεις τον τρόπο να ξεγελάσεις τον Μέγα Αγέλαστο, να κοροϊδέψεις τη δεσποτεία του και να μας στείλεις ένα σου μήνυμα, ίσως να μας θύμιζες ένα προτρεπτικό επίγραμμα του Αλεξανδρινού Παλλαδά, του «τελευταίου Ελληνα ποιητή»: «Σκηνή πας ο βίος και παίγνιον· ή μάθε παίζειν / την σπουδήν μεταθείς, ή φέρε τας οδύνας». «Θέατρο ο βίος, και παιχνίδι τυχερό. Μάθε λοιπόν να παίζεις, / τις έγνοιες σου παραμερίζοντας· αλλιώς, τον πόνο υπόμενε».Εσύ ο ταπεινός, που δήλωνες «σκηνίτης», είδες τον βίο σαν παιχνίδι και σαν παράσταση, υπομένοντας ταυτόχρονα τον πόνο και τις έγνοιες, γιατί ένιωσες ότι τη ζωή την παίρνουμε στα σοβαρά μόνο αν αστειευτούμε μαζί της. Ειδάλλως θα παραδοθούμε αμαχητί στην παραλυτική μελαγχολία που προξενεί το αναπόφευκτο τέλος της, και πριν από αυτό οι αλλεπάλληλες διαψεύσεις και απογοητεύσεις, ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές, εθνικές, ερωτικές.
Ίσως πάλι να μας παρότρυνες να ξανασκεφτούμε ένα απαρέμφατο που το λάτρευες και το ανέφερες ξανά και ξανά. Λέω για το «ευριπιδαριστοφανίζειν», δημιούργημα του κωμωδιογράφου Κρατίνου, που μάλλον από χλευαστική ζηλοφθονία έσμιξε σε μία λέξη δύο ποιητές σφόδρα ενάντιους, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη. Να είμαστε αριστοφανικά ευριπιδικοί ή ευριπιδικά αριστοφανικοί, αυτό έλεγες, αυτό υπηρέτησε η θεατροπραξία σου. Να αποστάζουμε το τραγικό και να αποσπάμε ακόμα και από αυτό ένα χαμόγελο ανατρεπτικό, νικηφόρο, ζωτικό. Δεν θα σου πάρει πολύ, Βασίλη αγαπημένε, να συμφιλιώσεις τους δύο Αθηναίους δραματουργούς εκεί στη Νήσο των Μακάρων, όπου θ’ αρχίσετε να τα λέτε δίχως κανένα άγχος χρόνου. Άλλωστε είσαι γνήσιο τέκνο και των δύο: και του τραγωδού που υπηρέτησε τον κριτικό ορθολογισμό και του κωμικού που ύψωσε σε ποίηση την πολιτική σάτιρα. Τι τους εξομοίωσε, παρά τις αντιθέσεις τους; Εξαιτίας της αδέσποτης ελευθεροστομίας τους, έπεσαν και οι δυο τους θύματα της λογοκριτικής δικομανίας του αρχιδημαγωγού Κλέωνα. Στην καλή παρέα σας και ο τρίτος σου πατέρας, ο Σωκράτης, θα καμαρώνει για τις επιδόσεις σου στη λεπτή τέχνη της ειρωνείας, που διατηρούσε πάντα την τίμια ευγένειά της όσο σκληρή και οξεία κι αν γινόταν στα χείλη σου και στα γραπτά σου· σαν ένα νυστέρι απαραίτητο στην προσπάθειά σου να ανατάμεις με αγαπητική τρυφερότητα το σώμα-Ελλάδα, για να αναδείξεις τι την τρώει και τι τη λιγοστεύει, τι την κρατάει μικρότερη από τις προσδοκίες μας και τις ανάγκες μας.
Είχα την καλή τύχη να με τιμήσει και να με ευεργετήσει η φιλία σου, Βασίλη. Για το τέλος όμως, για την τελετή της εξόδου σου, μού φύλαξες ό,τι πιο δύσκολο: να σε αποχαιρετήσω εγώ, σαν μεταφορέας της αγάπης όλων και σαν εκφραστής της μεγάλης κοινής μας λύπης, της έκδηλης συγκίνησής μας. Αυτό προσπάθησα εδώ. Τώρα ωστόσο ας μιλήσεις εσύ. Έτσι όπως μίλησες το 2015, σ’ εκείνη την τεράστια κωμωδιογραφική «παράβαση» που σμίλεψε το ανατρεπτικό σου χιούμορ, το «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι». Ιδού ο ακροτελεύτιος λόγος του ετερώνυμού σου Φωκίωνα Καπνίδη:
Το δικό σου «κάτι» είναι πολύ και πολύτιμο, Βασίλη Παπαβασιλείου, φίλε ανεξίκακε και αλεξίκακε. Στο καλό. Η Αθήνα σου, παρά την ξεραϊλα της, θα βρει χώμα ελαφρό να σε σκεπάσει.