Το φιάσκο Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη σύμπτωμα μιας διακυβέρνησης σε κρίση

Το φιάσκο Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη σύμπτωμα μιας διακυβέρνησης σε κρίση

Η παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ συγκεφαλαίωσε ευρύτερα προβλήματα σε σχέση τον τρόπο που διαχειρίζεται τις τύχες της χώρας

Η κυβερνητική πλευρά προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που προκάλεσε η ακύρωση της συνάντησής του με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επειδή ο τελευταίος προτίμησε να συμμετέχει σε μια συνάντηση με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι η συνάντηση δεν θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική και ότι επί της ουσίας η εξωτερική πολιτική της χώρας διεξάγεται μέσω άλλων διαδικασιών και όχι μέσω τέτοιων συναντήσεων κορυφής.

Βεβαίως, επειδή η εξωτερική πολιτική μιας χώρας διεξάγεται και μέσω συναντήσεων κορυφής, που συνήθως πέραν του συμβολισμού αποτυπώνουν και εάν γίνονται βήματα και σε ποια κατεύθυνση, το να ακυρωθεί μια συνάντηση στην οποία θα καταγραφόταν μία από τις υποτίθεται βασικές επιτυχίες της κυβέρνησης, δηλαδή το σχετικά καλό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μάλλον ως πολιτική και διπλωματική αποτυχία μπορεί να θεωρηθεί.

Διαβάστε επίσης: Ο μυθικός Ζιρού «λύτρωσε» τη Λιλ (2-1) – Η Στεάουα «καθάρισε» την Γκόου Αχέντ Ιγκλς (0-1)

Ιδίως όταν η συνολικότερη συγκομιδή συναντήσεων του πρωθυπουργού στη Νέα Υόρκη δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, την ώρα που ο Τούρκος πρόεδρος κατάφερε να έχει συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο και ούτως ή άλλως να μπορεί να επιχαίρει για τη βελτίωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων που αφορούν τις προμήθειες αμυντικού υλικού.

Από την συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρετζεπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο

Η απουσία διαύλου με τον Ντόναλντ Τραμπ

Τα πράγματα κάνει ακόμη χειρότερα για την ελληνική κυβέρνηση η διάχυτη αίσθηση ότι αυτή τη στιγμή συναντά πραγματικές δυσκολίες να έχει δίαυλο επικοινωνίας και συνεννόησης με την Αμερικανική κυβέρνηση και τον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

Κι αυτό παρότι πρόκειται όχι μόνο για κυβέρνηση που διεκδίκησε να έχει μια ιδιαίτερα φιλοαμερικανική τοποθέτηση, αλλά και έναν πρωθυπουργό που προέρχεται από μια πολιτική δυναστεία που πάντοτε υπερηφανευόταν για τους απευθείας δεσμούς που είχε με κρίσιμους κόμβους του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου.

Σε αυτό το φόντο το βίντεο που είχε κυκλοφορήσει τον περασμένο Ιούνιο και στο οποίο διακρινόταν ο Έλληνας πρωθυπουργός να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή του Αμερικανού προέδρου την ώρα που ο τελευταίος μιλούσε με τον Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς δεν ήταν απλώς ένα στιγμιότυπο που τα ΜΜΕ «τράβηξαν από τα μαλλιά», αλλά μάλλον η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ελληνική εξωτερική πολιτική σε σχέση με την αμερικανική ηγεσία: να προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή και το ενδιαφέρον και κατά βάση να μην τα καταφέρνει.

Το βίντεο που σχολιάστηκε αρνητικά με τον Έλληνα πρωθυπουργό να φαίνεται να προσπαθεί να κερδίσει την προσοχή του αμερικανού προέδρου

Αυτό ήταν, άλλωστε, παραπάνω από προφανές και στην αμηχανία που αποτυπώθηκε στο πρόσωπο του πρωθυπουργού όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο της Wall Street Journal Έμα Τάκερ στη Νέα Υόρκη για το εάν έχει συναντηθεί με τον Αμερικανό Πρόεδρο κατά τη διάρκεια της θητείας του: «Όχι, τον είδα χθες στη δεξίωση, είχαμε μια συνομιλία. Τον έχω συναντήσει καθώς είμαι ένας από τους ηγέτες που συνεργαστήκαμε με τον Πρόεδρο Trump κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, και είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία.»

Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατήγγειλε τον «τραμπισμό»

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πρωθυπουργός είναι ότι μπορεί να επικαλείται μια «πολύ καλή συνεργασία» με τον Τραμπ στην περίοδο 2019-2020, όμως στη συνέχεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να πάρει θέση στην εσωτερική αμερικανική πολιτική διαίρεση και μάλιστα να πάρει θέση κατά του Προέδρου Τραμπ.

Όταν για παράδειγμα έγιναν τα εκτεταμένα επεισόδια στην Ουάσιγκτον στις 6 Ιανουαρίου 2021 ο πρωθυπουργός έσπευσε να σχολιάσει από τον επίσημο λογαριασμό του στο twitter: Extremely troubled by the violence and horrible events taking place in Washington D.C. American democracy is resilient, deeply rooted and will overcome this crisis. (Εξαιρετικά προβληματισμένος από τη βία και τα τρομακτικά γεγονότα που συμβαίνουν στην Ουάσιγκτον. Η Αμερικανική δημοκρατία είναι ανθεκτική, με βαθιές ρίζες και θα ξεπεράσει αυτή την κρίση). Μια χειρονομία που υπερέβη τον πάγιο κανόνα που θέλει τους αρχηγούς κρατών να μη σχολιάζουν εξελίξεις σε γειτονικές χώρες.

Όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν περιορίστηκε σε αυτή τη γενική διατύπωση. Λίγες εβδομάδες μετά, τον Φεβρουάριο του 2021, όταν ξέσπασε η «υπόθεση Λιγνάδη» και κόμματα της αντιπολίτευσης έσπευσαν να ζητήσουν την παραίτηση της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, η απάντηση του πρωθυπουργού, εντός του κοινοβουλίου, ήταν η ακόλουθη: «Κατανοώ απόλυτα να ζητάτε παραίτηση υπουργού. Το έχετε κάνει με μισά μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Είναι δικαίωμά σας. Ο βάλτος όμως στον οποίο έχετε σύρει την αντιπαράθεση δεν είναι δικαίωμα σας. Είναι αριστερόστροφος τραμπισμός. Πρακτικές που καταδικάστηκαν στην ΗΠΑ.»

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλά από το βήμα της Βουλής για αριστερόστροφο τραμπισμό

Είναι σαφές ότι με τις δηλώσεις του αυτές ο πρωθυπουργός πήγε πέρα από την απλή καταδίκη προβλημάτων και ουσιαστικά αντιμετώπισε τον σημερινό Αμερικανό πρόεδρο ως την συγκεφαλαίωση όλων των προβλημάτων στην πολιτική.

Όμως, φαίνεται η συγκεκριμένη αναφορά στον «αριστερό τραμπισμό» έγινε ιδιαίτερα προσφιλής στον πρωθυπουργό. Γιατί στις 14 Νοεμβρίου 2022, μιλώντας στην Κεντρική Επιτροπή της Νέας Δημοκρατίας και ενώ έχει ήδη ξεσπάσει ο σάλος για το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποστήριξε ότι: «Τώρα προετοιμάζουν την ήττα τους αμφισβητώντας ακόμα και το σημαντικότερο κεκτημένο της ίδιας της μεταπολίτευσης, την ακεραιότητα των εκλογών και την ομαλή μετάβαση της εξουσίας στον νικητή. Ο αριστερός τραμπισμός σε όλο του το μεγαλείο».

Τον «αριστερό τραμπισμό» καταδικάζει ο έλληνας πρωθυπουργός

Η μονομερής ταύτιση με το Δημοκρατικό Κόμμα και τον Τζο Μπάιντεν

Γιατί , όμως, ένας έμπειρος πολιτικός όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που παρακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις, επέλεξε το 2022 να χρησιμοποιήσει τόσο απαξιωτικούς όρους για έναν Αμερικανό πολιτικό, που ήδη τότε είχε ξεκινήσει την πορεία προς την επιστροφή του στην εξουσία και είχε εξέχοντα ρόλο στο Ρεπουμπλικάνικό κόμμα;

Η απάντηση έχει να κάνει με τον τρόπο που η ελληνική εξωτερική πολιτική στην περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη κατεξοχήν προσκολλήθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα (σε αντίθεση, ας σημειώσουμε με τις παραδοσιακά καλές σχέσεις της οικογένειας Μητσοτάκη και με τους Ρεπουμπλικανούς).

Αυτό πιθανώς είχε να κάνει με μια εκτίμηση ότι οι Δημοκρατικοί θα μετέτρεπαν την προεκλογική τους ρητορική κατά του Ερντογάν και σε μια έμπρακτη πίεση προς την τουρκική πλευρά. Παρότι βεβαίως η μεγαλύτερη πρόσφατη πίεση σε πρακτικό επίπεδο στην Τουρκία είχε ήδη γίνει το 2019 όταν και αποφασίστηκε ο αποκλεισμός της από το πρόγραμμα για τα F-35 επειδή είχε επιμείνει στην απόφαση να πάρει ρωσικές συστοιχίες S-400.

Ουσιαστικά, η ελληνική κυβέρνηση θεώρησε ότι μια τέτοια προσκόλληση στην κυβέρνηση Μπάιντεν, συμπεριλαμβανομένης και της υιοθέτησης δια στόματος πρωθυπουργού αρνητικών διατυπώσεων για τον «τραμπισμό» θα αναβάθμιζε τη θέση της χώρας έναντι της Τουρκίας.

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός φάνηκε να θεωρεί ότι το έχει πετύχει αυτό με την ομιλία του στην Κοινή Σύνοδο της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ στις 17 Μαΐου 2022.

Από την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο αμερικανικό Κογκρέσο

Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί επέλεξε όλο εκείνο το διάστημα μια ρητορική εχθρική για την άλλη αμερικανική παράταξη, ιδίως από τη στιγμή που η πραγματική επιρροή του Τραμπ στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα παρέμεινε ιδιαιτέρως ισχυρή.

Βεβαίως ο προσεκτικός παρατηρητής θα έβλεπε ήδη από τότε ότι δεν ήταν βέβαιο ότι η στρατηγική απέδιδε, τουλάχιστον ως προς τη διάσταση της πίεσης προς την τουρκική πλευρά ή της διαμόρφωσης ενός διαφορετικού συσχετισμού.

Σε όλη την περίοδο της διακυβέρνησης Μπάιντεν η Τουρκία κατάφερε όχι μόνο να ξεπεράσει την αρχική δυσπιστία απέναντί της, αλλά στη συνέχεια – και παρά τη μη ταύτισή της με τις δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία – να μπορέσει να διεκδικήσει ευρύτερο ρόλο διαμεσολαβητή, την ώρα που οι εξελίξεις στη Συρία την έφεραν τελικά σε σχετικά καλύτερη θέση (ως δύναμη που συνομιλούσε με τους Ισλαμιστές αντάρτες), την ώρα που διατήρησε τον ενεργό ρόλο που έχει στη Λιβύη. Και βέβαια η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο σήμαινε για τον Πρόεδρο Ερντογάν την επιστροφή ενός ηγέτη με τον οποίο στο παρελθόν είχε τρόπους συνεννόησης.

Η δύσκολη θέση μετά τη νέα εκλογή Τραμπ

Όλα αυτά έφεραν τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση μετά την επανεκλογή Τραμπ. Και αυτό γιατί αυτός ο υποτίθεται κατεξοχήν φιλοδυτικός και φιλοαμερικανός πολιτικός καλείται να συνεργαστεί με έναν πολιτικό του οποίο είχε χαρακτηρίσει παράδειγμα προς αποφυγή. Και δεν έκανε τα πράγματα πιο εύκολα για τον πρωθυπουργό το γεγονός ότι ταυτίστηκε με τις θέσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών σε θέματα όπως οι δασμοί, δηλώνοντας π.χ. ότι «ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε μία, θα έλεγα, κολοσσιαίας διάστασης στροφή στην οικονομική πολιτική, στη διεθνή εμπορική πολιτική των ΗΠΑ. Είναι μία ιστορική στροφή στον προστατευτισμό».

Και αυτό γιατί  η ελληνοαμερικανική σχέση – σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες – αφορά πρωτίστως γεωπολιτικά ζητήματα και σε μικρότερο βαθμό ζητήματα εμπορικών σχέσεων. Αν και πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο Ντόναλντ Τραμπ κατεξοχήν στηρίχτηκε ακριβώς από τις μεγάλες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογία που προσπαθεί και η ελληνική κυβέρνηση να προσελκύσει.

Ακόμη χειρότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκε να έχει τοποθετηθεί κατ’ επανάληψη αρνητικά σε σχέση με έναν ηγέτη των ΗΠΑ που στηρίζεται συχνά περισσότερο στην εικόνα που σχηματίζει για τον ηγέτη μιας χώρας ως προσωπικότητα – μια κληρονομιά και της προηγούμενης επιχειρηματικής του δραστηριότητας – παρά σε κάποιες βαθύτερες γεωπολιτικές αναλύσεις. Για να μην αναφερθούμε στο πώς σταθμίζει τις δυναμικές στα μέσα κοινωνικής δικτύωση και τη δημόσια σφαίρα.

Αυτό φαίνεται αντίστροφα στο πώς ο Αμερικανός πρόεδρος εξακολουθεί να αναγνωρίζει τον Ερντογάν ως συνομιλητή και μάλιστα να μιλάει γι’ αυτόν με λόγια θαυμασμού και εκτίμησης, ακόμη και την ώρα που του ζητούσε να σταματήσει η Τουρκία να προμηθεύεται ρωσικό πετρέλαιο.

Είναι αυτή η σύγκριση ανάμεσα στην αδιαφορία για έναν Έλληνα πρωθυπουργό, που όλο αυτό το διάστημα έχει προσπαθήσει υποτίθεται να ευθυγραμμιστεί με τις αμερικανικές επιλογές, και τις δηλώσεις θαυμασμού για έναν Τούρκο πρόεδρο που έχει διαφοροποιηθεί από κρίσιμες αμερικανικές επιλογές, που υπογραμμίζει το σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις.

Η κρίση μιας λογικής για τη διακυβέρνηση και ένας πολιτικός κύκλος που κλείνει

Όλα αυτά αποτυπώνουν ένα συνολικότερο πρόβλημα που δεν αφορά απλώς το ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε μια μονομερή τοποθέτηση σε σχέση με το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, σε πείσμα μιας παράδοσης της ελληνικής διπλωματίας να έχει πάντα διαύλους και προς τις δύο μεγάλες παρατάξεις.

Αφορά πρωτίστως μια αντίληψη για τη διακυβέρνηση που θεωρεί ότι πολιτική στρατηγική σημαίνει κατά βάση την υιοθέτηση του όποιου συστημικού ιδεολογικού συρμού σε κάθε στιγμή φαντάζει κυρίαρχο (εν προκειμένω μια ιδεολογία «Ακραίου Κέντρου» έστω και διανθισμένης εσχάτως με ακροδεξιά στοιχεία), και όχι αυτό που αντιστοιχεί στα κοινωνικά χαρακτηριστικά της παράταξης και που αντίστοιχα θεωρεί εθνική εξωτερική πολιτική την ταύτιση κατά βάση με την εκδοχή εξωτερικής πολιτικής που ερχόταν από το αμερικανικό Δημοκρατικό Κόμμα και ένα ευρύτερο κλίμα «φιλελεύθερου παρεμβατισμού» παραβλέποντας ότι αυτή είναι μία – και όχι πάντα η κυρίαρχη – εκδοχή αμερικανικής πολιτικής, ιδίως σε μια συγκυρία όπου ούτως ή άλλως τα πράγματα στη «Συλλογική Δύση» είναι πιο σύνθετα.

Μόνο που αυτό φέρνει τώρα τον Κυριάκο Μητσοτάκη αντιμέτωπο, εντός και εκτός της παράταξής του, με την κριτική που ο ίδιος πάντα αρεσκόταν να κάνει στους πολιτικούς του αντιπάλους όταν τους κατηγορούσε ότι δεν έχουν ερείσματα στους δυτικούς συμμάχους και αντίστοιχα βαρύτητα και κύρος στη διεθνή σκακιέρα.

Τώρα, είναι αυτός που χρεώνεται την υποβάθμιση της θέσης της χώρας στα μάτια της τρέχουσας αμερικανικής κυβέρνησης, την ώρα που η Τουρκία εμφανώς αναβαθμίζεται.

Πράγμα που σημαίνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης πλέον χάνει και σε αυτό που ακόμη και στις δημοσκοπήσεις έμοιαζε να είναι το πιο ισχυρό σημείο του, δηλαδή η εξωτερική πολιτική.

Κάτι που έρχεται να προστεθεί στον τρόπο που χρεώνεται σημαντικές απώλειες εκλογικής επιρροής – τα κατευθυνόμενα δημοσιεύματα για τη διαφορά από το δεύτερο κόμμα δεν πείθουν κανένα όταν είναι εμφανές ότι η Νέα Δημοκρατία έχει χάσει κάθε πιθανότητα αυτοδυναμίας –, αλλά και στην αδυναμία απάντησης σε μια όλο και πιο βαθιά δυσαρέσκεια.

Κάτι που εξηγεί γιατί εντός της παράταξής του αρκετοί θεωρούν ότι ο πολιτικός του κύκλος έχει κλείσει.

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ