Βασίλης Χατζηπαναγής: Όταν το κόρνερ στην Ελλάδα έγινε πέναλτι… (vids)

Βασίλης Χατζηπαναγής: Όταν το κόρνερ στην Ελλάδα έγινε πέναλτι… (vids)

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής, έκανε τις εκτελέσεις κόρνερ να μοιάζουν με... πέναλτι.

Αλήθεια, πόσο να διαρκεί ένα ταξίδι από την Τασκένδη μέχρι την Θεσσαλονίκη; Τη σήμερον ημέρα, ε, κάποιες λίγες ώρες με αεροπλάνο. 48 χρόνια πριν όμως δεν ήταν τόσο απλό. Έπρεπε να ταξιδέψεις μέχρι την Μόσχα και από εκεί να πάρεις τρένο(!) για την Ελλάδα.

Την ίδια διαδρομή έκανε και ο Βασίλης Χατζηπαναγής το 1975 στο πιο γλυκό ταξίδι της ζωής του, αυτό της επιστροφής στην πατρίδα, το οποίο έμελλε να αποδειχθεί και το πιο πικρό…

Διαβάστε επίσης: Ο Ιωαννίδης έκανε όσα δεν κατάφερε ο… Χάαλαντ (pic, vid)

Πριν τη Θεσσαλονίκη

Γεννημένος στις 26 Οκτωβρίου το 1954 στην Τασκένδη, ο Βασίλης Χατζηπαναγής αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα την αγάπη του για το ποδόσφαιρο. Πρώτη του ομάδα η Δυναμό Τασκένδης, στην οποία έμεινε μόλις έναν χρόνο, αφού η συμπολίτισσα Παχτακόρ τον άρπαξε στα 18 του χρόνια.

Σε 96 παιχνίδια με τους Ουζμπέκους, σημείωσε 22 τέρματα με ματς ορόσημο το 5-0 έναντι της Κυπελλούχου Ευρώπης 1975, Ντιναμό Κιέβου. Με ένα γκολ και τέσσερις ασίστ, ο «Νουρέγιεφ» των γηπέδων εκτίναξε την φήμη και την αγάπη του κόσμου στα ουράνια.

Η επιθυμία του, όμως να ζήσει και να αγωνιστεί στην Ελλάδα ήταν ακατανίκητη. Όταν ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του Ουζμπεκιστάν καλεί τον πατέρα του Κυριάκο, να του πει το απίστευτο «εσείς θα φύγετε αλλά ο Βασίλης θα μείνει», δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την λατρεία που είχε ο λαός του Ουζμπεκιστάν για τον «Βάσια».

Τα δάκρυα της αποχώρησής του μαύρα. Οι επιστολές και τα γράμματα απέλπιδος παράκλησης για παραμονή χιλιάδες αλλά και μάταια. Η απόφαση είχε ήδη ληφθεί.

Η άφιξη

Ήταν 22 Νοεμβρίου 1975. Η Ελλάδα βιώνει την περίοδο της Μεταπολίτευσης και οι μεγάλες πόλεις υποδέχονται ακόμη πολίτες που επαναπατρίζονται, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν καν να πλησιάσουν τα σύνορα το προηγούμενο διάστημα.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στον σταθμό τρένων στη Θεσσαλονίκη, καταφθάνει η αμαξοστοιχία από Μόσχα. Πλήθος κόσμου περιμένει να βγει από το βαγόνι, ο άνθρωπος που θα αγαπηθεί στην πόλη και στην χώρα όσο λίγοι. Ο Βασίλης Χατζηπαναγής. Ή ο δικός τους «Βάσια».

Ανάμεσα τους και η γιαγιά του Χατζηπαναγή, η οποία αποτέλεσε και τον καταλυτικό παράγοντα της μεταγραφής του στον Ηρακλή. Ήταν εκείνη που υπέγραψε το χαρτί του «επαναπατρισμού» από την Παχτακόρ. Η συνάντηση των δύο ήταν και η πρώτη.

Το ταξίδι αυτό θα μπορούσε να μην είναι για την Θεσσαλονίκη. Πρώτη ομάδα που πλησίασε την Παχτακόρ ήταν ο Ολυμπιακός. Πέρα από το ότι οι μεταγραφές εκείνη την περίοδο στην Σοβιετική Ένωση δεν ήταν συνηθισμένη υπόθεση, οι 10 εκατομμύρια δραχμές, ποσό θεόρατο για την εποχή, δεν ήταν αρκετές για να κάμψουν την λαχτάρα του Χατζηπαναγή να αγωνιστεί στην Θεσσαλονίκη.

Το κεφάλαιο Ηρακλής

Ντεμπούτο με την φανέλα του «Γηραιού» θα κάνει στις 7 Δεκέμβρη 1975, απέναντι στον Ατρόμητο, σε ένα ισόπαλο 1-1, που ο ίδιος δεν έδειξε το πλούσιο ταλέντο του. Η συνέχεια, όμως ήταν η αναμενόμενη.

Λίγους μήνες μετά χαρίζει στον Ηρακλή τον πρώτο του μεγάλο τίτλο, το Κύπελλο Ελλάδας 1975-76. Έχοντας αποκλείσει τον Παναθηναϊκό στον ημιτελικό με 3-2 (ματς που δεν σκόραρε) βρίσκει στον τελικό τον Ολυμπιακό. Σε έναν από τους κορυφαίους τελικούς της διοργάνωσης, το τελικό 4-4 (με δύο γκολ του Χατζηπαναγή) οδηγεί τις δύο ομάδες στην διαδικασία των πέναλτι. Εκεί ο «Βάσια» παραλίγο να γίνει μοιραίος, καθώς αστοχεί στην δική του εκτέλεση, αλλά η νίκη με 6-5 μοιάζει σαν μία από τις μεγαλύτερες ανάσες ανακούφισης. Ο Ηρακλής για πρώτη φορά Κυπελλούχος Ελλάδας.

Κορυφαία στιγμή του επίσης, το 6-0 με τον Παναθηναϊκό, στις 30 Δεκεμβρίου του 1979. Στο πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής, ο Ηρακλής φιλοξενεί στο Καυτατζόγλειο τους «πράσινους» και τους υποχρεώνει στην βαρύτερη ήττα της ιστορίας τους στο επαγγελματικό ελληνικό πρωτάθλημα. Το δικό του γκολ στο 20ο δευτερόλεπτο ήταν το έναυσμα για την μεγαλειώδη νίκη των Θεσσαλονικέων.

 

Ωστόσο, η ιστορία αποδείχθηκε σκληρή μαζί του, καθώς δεν κατάφερε να πανηγυρίσει το πρωτάθλημα της σεζόν 1983-1984, κυριολεκτικά για 2 μέτρα. Στο κρισιμότερο ίσως παιχνίδι της ιστορίας για την ομάδα, ο Παναθηναϊκός παίρνει εκδίκηση με τον χειρότερο τρόπο για εκείνο τον αγώνα 5 χρόνια πριν. Ο Ηρακλής εάν κερδίσει αγκαλιάζει το πρωτάθλημα. Με το σκορ στο 1-0 υπέρ της ομάδας, ο Χατζηπαναγής ξεχύνεται από τα αριστερά και βγάζει την πάσα στο αφύλακτο Μιτόσεβιτς, ο οποίος έχει στο έλεός του ολόκληρο το τέρμα κενό από τα 2 μέτρα. Το πλασέ του θα φύγει άουτ. Τα αμέτρητα «αχ» που ακούστηκαν στο γήπεδο, εξανεμίστηκαν στον ουρανό της Θεσσαλονίκης μαζί με τις ελπίδες για το πρώτο πρωτάθλημα του Ηρακλή, έπειτα από το τελικό 2-2.

Την επόμενη χρονιά θα οδηγήσει την ομάδα στην κατάκτηση του Βαλκανικού Κυπέλλου, με την νίκη έναντι της Άρτζες Πιτέστι σε διπλό τελικό (1-3 εκτός έδρας και 4-1 εντός). Έμελλε να είναι ο δεύτερος και τελευταίος τίτλος με τον Ηρακλή.

Τελευταίος του αγώνας με την αγαπημένη «κυανόλευκη» φανέλα ήταν στις 26 Οκτωβρίου 1990, ανήμερα των γενεθλίων του και του πολιούχου Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, με την Βαλένθια, για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ.

Τα 16 χρόνια που αγωνίστηκε εκεί, ήταν ένας από τους λόγους που το ποδοσφαιρικό κοινό της Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης αυξήθηκε και λάτρεψε το άθλημα. Οπαδοί του ΠΑΟΚ, του Άρη και όλων των ομάδων κατέφθαναν στο Καυτατζόγλειο για να γίνουν μάρτυρες αυτής της ποδοσφαιρικής μαγείας που πήγαζε από τα πόδια του «Βάσια».

Μία ποδοσφαιρική μαγεία που δεν εκπληρώθηκε στον απόλυτο βαθμό…

Η «φυλάκιση» του στον Ηρακλή και η Εθνική Ομάδα

Εδώ είναι και το πικρό κομμάτι της ιστορίας του Βασίλη Χατζηπαναγή. Ο λόγος ενδεχομένως που μετάνιωσε εκείνο το δρομολόγιο προς την συμπρωτεύουσα το 1975.

Οι παίκτες εκείνη την εποχή στην Ελλάδα ήταν κτήματα των ομάδων τους. Τα συμβόλαια ήταν δεσμευτικά και εφ’ όρου ζωής. Εάν ήθελες να πάρεις μεταγραφή, έπρεπε να συμφωνήσει η διοίκηση. Εάν ο πρόεδρος της ομάδας σου δεν σου επέτρεπε να φύγεις, δεν πήγαινες πουθενά. Έτσι συνέβη και με τον «Βάσια». Η ομάδα του «Γηραιού», ήξερε ότι έχει στα χέρια της ένα σπάνιο διαμάντι. Και δεν επρόκειτο να το αφήσει να ξεγλιστρήσει.

Ήρθαν μεγάλες ομάδες για τον Χατζηπαναγή. Άρσεναλ, Λάτσιο, Στουτγάρδη είναι μερικές ενδεικτικές. Εννοείται και όλες οι μεγάλες αθηναϊκές. Που να τον αφήσουν όμως οι αρμόδιοι; Του επέβαλλαν ουσιαστικά να αγωνίζεται γι’ αυτούς. Άφησαν ολόκληρο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη με το περίφημο ερώτημα «τι θα γινόταν, εάν…;». Φυλάκισαν έναν από τους μεγαλύτερους παίκτες της εποχής στο ασφυκτικό κελί του Καυτατζογλείου. Και ο Βασίλης πνιγόταν. Μοναδική, ουσιαστικά, διέξοδο το χορτάρι καθώς ανάσαινε κάθε φορά που είχε την μπάλα στα πόδια του.

Η Εθνική ομάδα, επίσης, δεν γεύτηκε ποτέ την χαρά της συμμετοχής του Χατζηπαναγή στο γήπεδο σε επίσημο παιχνίδι. Στα 17 του, οι γονείς του συναίνεσαν στο να πάρει σοβιετική υπηκοότητα (ήταν αδύνατο να πουν όχι σε εκείνο το καθεστώς) και να αγωνιστεί στο εγχώριο πρωτάθλημα και με τις μικρές εθνικές ομάδες της ΕΣΣΔ.

Αυτό ήταν κάτι που του στοίχισε πολύ, καθώς μεγαλουργούσε στην Ελλάδα και ήθελε τόσο πολύ να φορέσει τη «γαλανόλευκη». Η γραφειοκρατία της εποχής και η ενδεχόμενη αδράνεια της ελληνικής ομοσπονδίας, δεν επέτρεψαν στον μεγαλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή να αγωνιστεί με την Εθνική Ελλάδος των ανδρών.

Έχοντας σημειώσει 4 εμφανίσεις με την Εθνική Ελπίδων το 1976, μοναδικές του συμμετοχές με την ανδρών, ένα φιλικό με την Πολωνία στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας στις 6 Μαΐου 1976 και ένας αγώνας τιμής ένεκεν με την Γκάνα στις 14 Δεκεμβρίου 1999.

Η Μικτή Κόσμου

Αλησμόνητη θα μείνει η κλήση του στην Μικτή Κόσμου το 1984 πλάι-πλάι με τον Θωμά Μαύρο. Σε ένα παιχνίδι με την Νιου Γιορκ Κόσμος στις 22 Ιουλίου, οι δύο Έλληνες μοιράστηκαν τον ίδιο αγωνιστικό χώρο μαζί με τον Μπεκενμπάουερ, τον Κίγκαν, τον Κέμπες, τον Ούγκο Σάντσες και τον Πίτερ Σίλτον.

Οι 15.000 Έλληνες ομογενείς, τινάχθηκαν από την θέση τους, όταν στο 86ο λεπτό, η μπάλα φεύγει από το πόδι του Χατζηπαναγή από το σημείο του κόρνερ και βρίσκει το κεφάλι του Θωμά Μαύρου, ο οποίος την στέλνει στο δοκάρι.

Τα κόρνερ που περίμενε το Καυτατζόγλειο

Εκείνο το διάστημα, όταν η ομάδα του Ηρακλή κέρδιζε κάποιο κόρνερ, όλοι ήταν σίγουροι πως η μπάλα έχει μεγάλες πιθανότητες να καταλήξει στα δίχτυα. Απευθείας. Τα κόρνερ για τον Χατζηπαναγή ήταν σαν πέναλτι. Η εκτέλεσή του με απαράμιλλη τεχνική, έκανε τον οποιονδήποτε τερματοφύλακα να αγχώνεται σε κάθε αντίπαλο κόρνερ και τις ομάδες που αμύνονταν να το κάνουν σαν να είναι κάποιο φάουλ ακριβώς έξω από την περιοχή.

Βρίσκεται τρίτος στην λίστα με τα περισσότερα γκολ από κόρνερ (8) και πλέον το σήμα κατατεθέν του ιδίου, αποτελεί η φωτογραφία του δίπλα από ένα σημαιάκι, έτοιμος να εκτελέσει προς το τέρμα.

Ένας και μοναδικός

Τι να πει κανείς για τον Βασίλη Χατζηπαναγή; Οι λέξεις δεν φτάνουν να περιγράψουν το ποδοσφαιρικό του μεγαλείο. Το προσωνύμιο «Μαραντόνα των Βαλκανίων» περιγράφει επακριβώς την κατάσταση. Ακόμη, δεν είναι λίγο να θεωρείσαι σε ολόκληρη την Σοβιετική Ένωση ο καλύτερος ακραίος επιθετικός, πίσω από τον τεράστιο Όλεγκ Μπλαχίν.

Ως μία ελάχιστη αναγνώριση της προσφοράς του, η ΕΠΟ τον ανέδειξε το 2003 ως τον καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς εξάλλου.

Δεν έχουμε αναφερθεί, ωστόσο στις ικανότητές του μέσα στο γήπεδο. Την ντρίπλα του με τα πόδια του να μοιάζουν ασύνδετα. Την τεχνική του. Την απλότητα που αγωνιζόταν, που μας φαίνεται ολόκληρη επιστήμη. Τι να πρωτοπείς λοιπόν; Είναι προτιμότερο σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου τα λόγια είναι πολύ φτωχά να περιγράψουν κάτι, να αφήνουμε την εικόνα να κάνει τη δουλειά…

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΗΣ (Σπουδαστής στο Κέντρο Αθλητικού Ρεπορτάζ)

Γράψτε το σχόλιο σας

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΣΧΟΛΙΑ