Σας μιλάει ο Ντιέγκο Μαραντόνα…

Σας μιλάει ο Ντιέγκο Μαραντόνα…

«Σας µιλάει ο Ντιέγκο Αρµάντο Μαραντόνα, ο άνθρωπος που έβαλε δύο γκολ στην Αγγλία, κι ένας από τους λίγους Αργεντινούς που ξέρουν πόσο βαρύ είναι το Παγκόσµιο Κύπελλο...»

Υπήρχε ομορφιά, υπήρχε ένα άγγιγμα κι ύστερα «γεννήθηκε» διαμάχη. Υπήρχε σύγχυση, υπήρχε θυμός κι υπήρξε θλίψη. Ο χρόνος έμεινε ακίνητος, δύο άντρες ντυμένοι στα μαύρα κοίταζαν ο ένας τον άλλον για ώρα και κανείς τους δεν γνώριζε την απάντηση στην ερώτηση.

Ένα γκολ κατακυρώθηκε. Ο Αλί Μπιν Νασέρ, ο Τυνήσιος διαιτητής, δεν ήταν σίγουρος για το τι ακριβώς είχε δει και ο Μπόγκνταν Ντότσεφ ο επόπτης γραμμής κράτησε την σημαία του κατεβασμένη. Κοιτάζονταν, ο καθένας με την ελπίδα, ότι ο άλλος είχε εντοπίσει μια αόριστα ανιχνευμένη παράβαση. Έτρεξαν πίσω στην σέντρα, ο Μπιν Νασέρ χωρίς άλλη επιλογή παρά να δώσει το γκολ και ο Ντότσεφ χωρίς την παραμικρή ένδειξη για το αντίθετο.

Πάνω από 30 χρόνια αργότερα και αυτό το τέρμα εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο συζητημένα, τα πιο αμφιλεγόμενα στην Ιστορία του αθλήματος. Αναμφισβήτητα το πιο διάσημο. Υπάρχουν πολυάριθμες φωτογραφίες της μοιραίας εκείνης στιγμής, όταν το σφιγμένο αριστερό χέρι του Ντιέγκο Μαραντόνα συναντά την μπάλα. Ήταν περισσότερο η σφιγμένη γροθιά του Θεού, κι όχι το Χέρι του.

«Ντιέγκο ημών, ο εν των γηπέδων καλλιτέχνη, αγιασθήτω το αριστερό σου χέρι, και τα μαγικά σου, κάνε τα γκολ σου αξέχαστα στη Γη, όσο αυτοί θα είναι στον παράδεισο», ψάλουν στον ιερό ναό στην πόλη Ροζάριο της Αργεντινής έκτοτε.

Ήταν 22 Ιουνίου του 1986, στο Στάδιο Αζτέκα του Μεξικό. Η αναμέτρηση της Αργεντινής με την Αγγλία για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Τέσσερα χρόνια και εννέα ημέρες μετά τη λήξη του πολέμου των Φώκλαντς. Μεσημέρι και ο ήλιος έστεκε επιβλητικός στον ουρανό. Μια δυσοίωνη σκιά σκέπαζε ένα μέρος του γηπέδου.

Καμία από τις φωτογραφίες που επιδίωξαν να απαθανατίσουν την στιγμή, δεν καταγράφει με απόλυτη επιτυχία την επαφή. Κάθε μία από αυτές, είναι είτε ένα δευτερόλεπτο πιο μετά, είτε ένα δευτερόλεπτο πιο πριν. Η μπάλα με κατεύθυνση προς τα κάτω ή προς τα πάνω, το χέρι του Μαραντόνα πιο τεντωμένο από ότι όταν έγινε η επαφή. Η κάμερα λέει ψέματα.

Υπάρχει μια γενικότερη παρανόηση σχετικά με το πόσο προφανής είναι η κίνηση του χεριού του Μαραντόνα προς την μπάλα, στο πρώτο εκείνο γκολ της αναμέτρησης. Αυτό που έγινε γνωστό ως «το χέρι του Θεού». Πολλοί άνθρωποι σκέφτονται ότι ήταν αδύνατο να να μην το δεις. Άλλοι πιστεύουν ότι πέρα ​​από τον Μπιν Νασέρ και τον Ντότσεφ, από τους παρόντες στο Αζτέκα, μόνο ο Μπέρι Ντέιβις του BBC το έχασε.

Στον αγωνιστικό χώρο μονάχα ο ίδιος ο Μαραντόνα, ο Πίτερ Σίλτον και ο Τέρι Φένγουικ αισθάνονταν μια κάποια βεβαιότητα για το τι είχε συμβεί. Ο Φένγουικ έτρεξε προς την σέντρα αναζητώντας τον Μπιν Νασέρ, διαμαρτυρόμενος. Ο Γκλεν Χοντλ καθυστερημένα έσπευσε να συμμετάσχει στη διαμαρτυρία, αλλά με την πεποίθηση εκείνη ενός άνδρα, ο οποίος είχε ενημερωθεί από πρώτο χέρι για το έγκλημα και τώρα προσπαθούσε να το αναφέρει, κι όχι την σιγουριά ενός αυτόπτη μάρτυρα.Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα και ήταν σχεδόν αταίριαστα, εκτός συγχρονισμού, παράταιρα, με ένα παιχνίδι που είχε κυρίως αργό ρυθμό. Τα δύο γκολ που έβαλε εκείνη την ημέρα ο Ντιέγκο Μαραντόνα, παρουσιάζονται σήμερα, ως κλασικά παραδείγματα της διττής του προσωπικότητας.

Ένα γκολ – αλητεία. Ένα γκολ – ποίημα.

Ένας θείος ποδοσφαιριστής. Ή μάλλον ένας θεϊκά ανθρώπινος ποδοσφαιριστής. Δύο ομάδες. Δύο έθνη. Σαν σήμερα πριν από 33 χρόνια, ένας βραχύσωμος τυπάκος από την Αργεντινή σήκωνε στις πλάτες του τις ψυχές του λαού του. Με το… χέρι έπαιρνε την δική του εκδίκηση εκ μέρους τους. Δεν μετάνιωσε ποτέ! Δεν θα ήταν ο Μαραντόνα αν μετάνιωνε. Και για να μην καταδικάσει το ματς στη σκιά της αμφισβήτησης, σκόρπισε και λίγο ποδόσφαιρο. Έβαλε ένα ακόμα γκολ, απαράμιλλης ομορφιάς, ένα γκολ στα δίχτυα της αιωνιότητας.

Αν και για ορισμένους, υπήρχε ομορφιά και στο πρώτο. Στο ξεκίνημα της φάσης, ενδεχομένως και στο τελείωμα. Σίγουρα όμως στη σημασιολογία. «Αυτός που κλέβει έναν κλέφτη έχει εκατό χρόνια χάρη». Λέει ένα ρητό και παράλληλα το συναίσθημα που κρέμονταν βαρύ, στον αέρα στο Μπουένος Άιρες μετά το τελικό σφύριγμα του παιχνιδιού.

Χιλιάδες άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους και φώναζαν συνθήματα κατά της Θάτσερ εκείνη τη νύχτα. Δράσεις που θα είχαν κερδίσει σίγουρα κάποιο νεύμα έγκρισης, πολλών ψηφοφόρων στο Ηνωμένο Βασίλειο εκείνη την εποχή. Οι εχθροί της Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν πολλοί. Τα δύο έθνη που αγωνίζονταν στο Μεξικό εκείνη τη μέρα είχαν βρεθεί αντιμαχόμενες δυνάμεις σε πόλεμο λίγα χρόνια πριν. Η ένταση ήταν μεγάλη.

Οι παίκτες της Αργεντινής είχαν προσπαθήσει να βγάλουν το κεντρί από την πληγή, πριν καν τσιμπήσει η μέλισσα. Στις κερκίδες η ατμόσφαιρα ήταν πιο χαλαρή από όσο αναμενόταν. Κρύα μπύρα ήταν διαθέσιμη για να γίνει λιγάκι πιο υποφερτός ο άγριος μεσημεριανός ήλιος. Ήταν μια τέλεια ημέρα για παραλία. Αργεντινοί και Άγγλοι απολάμβαναν τον μεσημεριανό ήλιο. Στο στάδιο ήταν πάνω από 115.000 θεατές. Στον αγωνιστικό χώρο, η Αργεντινή κινούσε την μπάλα με ευκολία, ερευνώντας για κενά, με την Αγγλία σχεδόν φοβισμένη.

Ένα λάθος στην άμυνα και μια έκρηξη ταχύτητας έφταναν, για να αναπαυτεί η μπάλα στα δίχτυα της εστίας των Άγγλων, δις. Την πρώτη, σκόρερ ήταν ο Μαραντόνα. Τη δεύτερη, ο Ντιέγκο.

Στο 51ο λεπτό, ο Μαραντόνα πάσαρε στον Βαλδάνο, η μπάλα δεν έφτασε ποτέ στον συμπαίκτη του, αλλά στον Στιβ Χοτζ που επιχείρησε να τη διώξει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τροφοδοτήσει εκ νέου τον Μαραντόνα. Μπροστά του ο κατά πολύ ψηλότερος τερματοφύλακας των Άγγλων Πίτερ Σίλτον. Έπρεπε να βρει τρόπο να στείλει την μπάλα στα δίχτυα. Να βρει τρόπο να «βάλει χέρι στο θησαυροφυλάκιο της Αγγλίας».

Έλα τώρα. Ένα κωλόπαιδο ήταν, είναι και θα είναι. Παιδί του Λανούς. Θεός του φτωχού ιταλικού νότου. Ανυπότακτος αλητάκος. «Βρώμικος», κακοπλασμένος.  Μαραντόνα και ταυτόχρονα Ντιεγκίτο. Πήδηξε μπροστά στον Σίλτον σηκώνοντας παράλληλα το χέρι του. Βρήκε την μπάλα ξεκάθαρα με το χέρι. Όχι τυχαία. Έτσι ήθελε να γίνει. Το έκανε με τέτοιο τρόπο που ελάχιστοι συνειδητοποίησαν τι έγινε. Εκείνη τον «άκουσε» και αναπαύτηκε στην εστία των Άγγλων. Ο διαιτητής, Αλί Μπιν Νασέρ, σάστισε.

Για κάθε Σίλτον με το χέρι του σηκωμένο, υπήρχε ένας Τρέβορ Στίβεν που αγνοούσε τι είχε συμβεί. Ενώ ο Φένγουικ διαμαρτύρονταν στον Μπιν Νασέρ, ο Πίτερ Μπίρντσλι στεκόταν εκεί με τα χέρια τεντωμένα, σε σύγχυση, σχετικά με το ποιο είναι το επιχείρημα για την διαμαρτυρία του συμπαίκτη του. Για κάθε Χόντλ που έτρεξε για να υποστηρίξει τον Φένγουικ, υπήρχε ένας Στιβ Χοτζ που αμήχανα, απλώς… υπήρχε στο κάδρο.

Ο Μπιν Νασέρ κοίταξε τον βοηθό του, Μπόγκνταν Ντότσεφ. Την ώρα εκείνη, ο Μαραντόνα έφευγε από τη σκηνή του εγκλήματος, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά πάνω από τον δεξιό του ώμο για να δει αν ο διαιτητής έχει δείξει την σέντρα. Ζήτησε από τους παίκτες του να πανηγυρίσουν, καλύπτοντας έτσι τα ίχνη. Η ψευδαίσθηση του νόμιμου είχε επικρατήσει στο Αζτέκα. Ήταν γκολ. Έπρεπε να είναι γκολ. Ήταν το κεφάλι του Μαραντόνα, ήταν το χέρι του Θεού, ήταν το χέρι του Μαραντόνα.

Ο Ντιεγκίτο δεν είχε μιλήσει ακόμα όμως

Ο Μαραντόνα της αλητείας είχε ουρλιάξει, είχε αποφασίσει μέσα ««στη μαστούρα του»» να γράψει Ιστορία. Ήταν η ώρα του Ντιέγκο. Πήρε την μπάλα από τον Έκτορ Ερέρα, λίγα μέτρα πίσω από τη σέντρα, κοίταξε προς το αντίπαλο τέρμα. Ήταν μόνος στο γήπεδο. Δεν έβλεπε το χορτάρι του Ατζέκα. Στις κερκίδες δεν υπήρχαν χιλιάδες θεατές. Καμία «αλητεία» δεν είχε προηγηθεί. Έτρεχε. Έτρεχε με την μπάλα στα πόδια, διένυσε δεκάδες μέτρα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν μόνος και χόρευε με την μπάλα. Μόνος στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, μόνος του στο Μπομπονέρα, στην Καταλονία, στη Νάπολη κι έβαλε το γκολ του αιώνα.

Ένα γκολ – αλητεία. Ένα γκολ – ποίημα. Ο Μαραντόνα ο μόνιμα ερωτευμένος με τη γυναίκα με τη λευκή σάρκα και την μυστηριώδη γεύση και κάποιοι Άγγλοι να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την εντιμότητα του τέρματος. Και ο Ντιεγκίτο του ταλέντου και της παιδικής ανάγνωσης του ποδοσφαίρου και μια γοητευτική αμυντική γραμμή των Άγγλων κατακερματισμένη, απασχολημένη απλώς να… κοιτάζει.

«Σας μιλάει ο Ντιέγκο Αρµάντο Μαραντόνα, ο άνθρωπος που έβαλε δύο γκολ στην Αγγλία, κι ένας από τους λίγους Αργεντινούς που ξέρουν πόσο βαρύ είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ξέρεις τι ποδοσφαιριστής θα ήμουν άμα δεν είχα πάρει ναρκωτικά; Θα ήμουν για πολλά πολλά χρόνια ο Μαραντόνα του Μεξικού.

Ήταν η στιγμή της μεγαλύτερης ευτυχίας που ένιωσα ποτέ μέσα στο γήπεδο. Ο γέρος µου ποτέ δε µου έκανε κοπλιμέντα, και σπάνια µου έλεγε «Τι ωραία που χτύπησες την µπάλα» ή «Τι ωραία πάσα έδωσες». Αλλά µετά τον αγώνα µε την Αγγλία, όταν συναντηθήκαμε, µε αγκάλιασε και µου είπε: “Γιε µου, σήμερα μάλιστα, έβαλες γκολάρα!”»

Γράψτε το σχόλιο σας

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΣΧΟΛΙΑ