Η μόνη ημέρα που τα πόδια του θεού έτρεμαν

Η μόνη ημέρα που τα πόδια του θεού έτρεμαν

Ήταν Φλεβάρης του 1977 όταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα περίμενε υπομονετικά στον πάγκο με πόδια τρεμάμενα να πατήσει το χορτάρι του Μπομπονέρα...

Τον εαυτό του τον διέλυσε. Χίλια κομμάτια και γονάτισε να τα μαζέψει πολλές φορές για να συνεχίσει να υπηρετεί αυτό για το οποίο η ίδια η ζωή τον όρισε. Δεν ήταν πλάσμα γήινο όταν είχε την μπάλα στα πόδια. Μα δεν ήταν λίγες οι φορές που πίσω από τους προβολείς, αυτή η αύρα που τον ακολουθούσε εντός αγωνιστικού χώρου, τον παράταγε εκτός αυτού. Κι εκείνος σκιά του ευατού, έστεκε απελπιστικά μόνος. Αδύναμος, τρωτός.

Τα χιλιόμετρα που έχει γράψει στις πιο συλλεκτικές μνήμες των ποδοσφαιρόφιλων δεν έχουν τελειώσει ακόμα. Καταλαμβάνει συνεχώς περισσότερο χώρο. Σε αναγκάζει να του αφήσεις περισσότερο. Συνήθως βέβαια πια οι εικόνες είναι αρνητικές. Η γυναίκα με την κατάλευκη σάρκα και την μυστηριώδη γεύση που πάντα τον γοήτευε, έχει συχνά το πάνω χέρι. Κάθε φορά που πρωταγωνιστεί αρνητικά, το μυαλό μουδιάζει και αναγκαστικά διώχνεις τις θολές εικόνες, τις αντικαθιστάς με αναμνήσεις από όσα μαγικά έκανε στην Αργεντινή, στη Βαρκελώνη, στη Νάπολη, σε κάθε γρασίδι που πάτησε. Εκείνες τις στιγμές που τον προσκυνούσε μέχρι και ο διάολος.

Σαν σήμερα, 30 Οκτωβρίου του 1960 στο Λανούς του Μπουένος Άϊρες γεννιέται το Χρυσό Αγόρι. Λίγο ή πολύ όλοι γνωρίζουν τα γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του. Γράφτηκαν και θα γράφονται συνεχώς νέα και κάποιες φορές οι εμπνεύσεις θα στερεύουν, δεν θα’ ναι ικανές να τον περιγράψουν. Βλέπεις ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα προϋπήρξε στον πλανήτη. Ήταν σίγουρα στη χορωδία των Αγγέλων που υμνούσε το Θεό. Κι ύστερα σαν άλλος έκπτωτος άγγελος κατέβηκε μια βόλτα στην κόλαση. Του άρεσε να υπάρχει και στα δύο μέρη κι έτσι πορεύτηκε και στη δεύτερη ζωή του, αυτή που γνωρίζουμε όλοι.

Με αφορμή τα γενέθλια του, θυμόμαστε τη μοναδική ίσως ημέρα που τα πόδια του έτρεμαν. Το ντεμπούτο του με την μεγάλη ομάδα της εθνικής Αργεντινής. Ο Ντιέγκο δεν είχε συνηθισμένη εφηβεία, την στιγμή που οι φίλοι του απολάμβαναν το ποδόσφαιρο στα χωράφια, στο γρασίδι, στις γειτονιές, εκείνος στα 16 του φορούσε τη μπιανκοσελέστε φανέλα. Αγωνιζόταν δίπλα στον Κέμπες, τον Αρντίλες, τον Πασαρέλα.

Εν αρχή ήταν η Σεμπογίτας, μια επαρχιακή ομάδα της Αργεντινής. Φορούσε το «10» και οδηγούσε τους φίλους του από τη μία νίκη στην άλλη. Περισσότερα από 150 παιχνίδια αήττητη η Σεμπογίτας.  Κι εκείνος να κάνει στο γρασίδι πράγματα που δεν είχε δει ποτέ, κανένα ζευγάρι μάτια, έως τότε. Οι Αργεντίνος Τζούνιορς, έξι χρόνια αργότερα, χωρίς να το γνωρίζουν, αποκτούν έναν τυπάκο ευλογημένο από τον ποδοσφαιρικό Θεό.  Η καριέρα του Μαραντόνα έμοιαζε με ταξίδι στο κέντρο της γης: μόλις 15 ετών είχε κάνει το ντεμπούτο του στην Πρώτη Κατηγορία της Αργεντινής και μετά από τέσσερις μήνες είχε ήδη δει ορθάνοιχτες τις πόρτες της Εθνικής. Ο Σέσαρ Λουίς Μενότι τον ήθελε στην ομάδα.

Όλα συνέβησαν μερικές μέρες πριν από την 27η Φεβρουαρίου του 1977. Η Αργεντινή σε λίγους μήνες θα φιλοξενούσε το Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’78, η πίεση για να κερδίσει το τουρνουά ήταν τεράστια. Ήταν το Μουντιάλ του Βιδέλα, των βασανιστηρίων. Οι φιλικοί αγώνες πριν από τη διοργάνωση ήταν σύνηθες φαινόμενο και σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σήμερα, οι ευρωπαϊκές ομάδες ταξίδευαν συχνά  στη Νότια Αμερική. Η Ουγγαρία προσκλήθηκε τότε σε φιλική αναμέτρηση με την Αλμπισελέστε στο Μπομπονέρα. Στην τελευταία προπόνηση πριν από το παιχνίδι, ο Μενότι που συνήθιζε να χρησιμοποιεί τους νέους για να βάζει σε μπελάδες τους Κέμπες, Αρντίλες, Βίγια, Γκαγιέγο, κλπ. κάλεσε τον Μαραντόνα, του είπε να μεταβεί στο ξενοδοχείο Los Chinos που θα συγκεντρώνονταν οι παίκτες. Του είπε να ειδοποιήσει τους γονείς του για την πρώτη του κλήση στην μεγάλη ομάδα. Δεν του υποσχέθηκε λεπτά συμμετοχής, του είπε απλώς ότι θα έκανε ντεμπούτο αν το παιχνίδι με την Ουγγαρία πήγαινε όπως υπολόγιζε.

Ο Μαραντόνα σπάνια αισθανόταν πίεση. Σαν έτοιμος να ξεπερνά κάθε δύσκολη κατάσταση. Ο μανδύας του ηγέτη, δεύτερο δέρμα του. Όμως εκείνη την ημέρα τα πόδια του έτρεμαν. Το έχει και ο ίδιος παραδεχθεί, ότι στις 27 Φεβρουαρίου του 1977 σχεδόν δεν τα αισθανόταν. Η μοίρα μάλιστα ήθελε η μονομαχία να διεξαχθεί στο La Bombonera, εκείνος ήταν ακόμα παίκτης της Αρχεντίνος Τζουνιορς και εκείνο το γήπεδο το επισκεπτόταν συχνά στα όνειρά του, φορώντας τη φανέλα της λατρεμένης του Μπόκα. Εκείνον τον Φλεβάρη ήταν μόνο 16 ετών. Μετρούσε μόλις 11 επίσημα παιχνίδια ως επαγγελματίας και δύο γκολ. Ο Κέμπες ήταν η σπουδαία φιγούρα της ομάδας της εποχής, αλλά το κοινό αδημονούσε να δει τον Ντιέγκο. Ήθελε να δει εκείνο τον βραχύσωμο νεαρό άνδρα με τα σγουρά μαλλιά, εκείνο για τον οποίο όλοι κάτι είχαν ακούσει. Κάποια ιστορία για τα κατορθώματά του. Κάτι που παρέπεμπε σε θαύμα. Αυτόν για τον οποίο, πολλοί δεν ήξεραν το όριο μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας.

Ήταν απλά ένα αγόρι με μεγάλη προβολή; Ήταν ένα πλάσμα ταγμένο να υπηρετήσει την στρογγυλή θεά; Το μόνο σίγουρο για την εποχή, ήταν πως αν ήθελες να δεις έναν παίκτη να αγωνίζεται, έπρεπε να το κάνεις δια ζώσης. Δεν υπήρχαν τρόποι να δεις την αρχή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας κανενός. Άλλες εποχές.  Η Αργεντινή βγήκε στον αγωνιστικό χώρο με την ακόλουθη σύνθεση: Γκάτι, Ταραντίνι, Ολγκίν, Κέμπες, Καρακόσα, Αρντίλες, Γκαγιέγο, Ρικάρντο Βίγια, Ρενέ Χάουσμαν, Λεοπόλδο Λούκε και Ντανιέλ Μπερτόνι. Το απόγευμα δεν ξεκίνησε καλά. Ο Αρντίλες έχασε ένα πέναλτι και όλα έδειχναν ότι δεν θα ήταν εκείνη η μεγάλη ημέρα.

Καθόταν στον πάγκο, παρατηρούσε τις κερκίδες. Κλεφτές ματιές στον Μενότι. Πότε θα τον καλούσε. Πότε θα πατούσε το πόδι του στο άγιο εκείνο χορτάρι. Θυμόταν τα λόγια του προπονητή. Θα αγωνιζόταν μόνο αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν για την Αργεντινή. Ευτυχώς πράγματι οι ισορροπίες στο ματς άλλαξαν. Όσο περνούσαν τα λεπτά η Μπιανκοσελέστε ήταν ολοένα και πιο καταιγιστική. Έφτασε τελικά στο εξωπραγματικό 5-1. Εκείνη την στιγμή ο Μενότι κάλεσε τον Μαραντόνα και του έδωσε μόνο μερικές απλές οδηγίες: «Κάνε ό, τι ξέρεις». Τι ήξερε;  Τα πάντα. Κυριαρχούσε σε όλες τις πτυχές του παιχνιδιού.

Με το «19» πίσω στην πλάτη, ο Μαραντόνα βγήκε στο χορτάρι του Μπομπονέρα, αντικαθιστώντας τον Λούκε. Το κοινό στο πλάι του. Του έδινε ώθηση. Είχε φτάσει η επιθυμητή στιγμή. Κανείς δεν ξέρει αν ήθελε περισσότερο ο ίδιος να αγωνιστεί, παρά οι Αργεντινοί να τον δουν να αγωνίζεται. Οι περισσότεροι έφηβοι της εποχής έπαιζαν σε ερασιτεχνικές κατηγορίες, εκείνος είχε ήδη κάνει το ντεμπούτο του ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στην πρώτη κατηγορία του πρωταθλήματος και τώρα αγωνιζόταν με την μεγάλη ομάδα της Μπιανκοσελέστε. Όνειρο. Ήταν (τότε) ο νεώτερος παίκτης που έκανε το ντεμπούτο με την ομάδα. Στα λεπτά που αγωνίστηκε όλοι πήραν τις απαντήσεις τους.

Ήταν ιδιοφυΐα. Ναι, είχε κάτι αλλιώτικο στον τρόπο που κινούνταν με την μπάλα. Ήταν προφανές. Κι ας ήταν μόλις 16 ετών. Κι ας μην είχε εμπειρία. Ο Χόρχε Καρακόσα, αρχηγός της ομάδας, σχολίασε το ντεμπούτο του Ντιεγκίτο λέγοντας τα εξής: «Πέρα ​​από τη νεαρή ηλικία του, έχει σκληραγωγηθεί. Ο Ντιέγκο ήταν έφηβος, αλλά ακόμα και αν δεν γνώριζες τίποτα από ποδόσφαιρο τον έβλεπες και συνειδητοποιούσες ότι ήταν επίλεκτος». Η εφημερίδα La Nación έγραψε: «Σε κάθε παρέμβαση δικαιολόγησε την ένταξή του στην ομάδα της εθνικής της Αργεντινής. Παρά το νεαρό της ηλικίας του έπαιξε με σύνεση, με σωστή κρίση, έδωσε ακριβείς πάσες». Φαινόταν σαν το 16χρονο αγόρι να είχε παίξει με τον Κέμπες και τον Αρντίλες σε όλη του τη ζωή.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία…. Ένα χρόνο αργότερα, ο Μαραντόνα δεν συμπεριλήφθηκε από τον Μενότι στον κατάλογο των παικτών για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 78′. Μετά το ντεμπούτο του, ο προπονητής δεν τον ξανά κάλεσε στους επόμενους οκτώ αγώνες. Τον αγνόησε, αλλά όσο κι αν είχε το βλέμμα του στραμμένο στο παγκόσμιο κύπελλο Κ-20 το επόμενο έτος, κανείς δεν ήταν καλύτερος από εκείνον, 18 ετών κι ήταν το μεγάλο αστέρι της Αργεντινής Νέων. Την πήρε από το χεράκι και την οδήγησε στην κατάκτηση του τροπαίου (νίκη 3-1 επί της Σοβιετικής Ένωσης στον τελικό). Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, δεν μπορούσε πλέον να γίνει λόγος για απειρία. Καλείται, λοιπόν, στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της Αργεντινής. Ακολουθούν πολλά αμφιλεγόμενα Παγκόσμια Κύπελλα, η μαγεία του Μεξικού το ’86 τα δύο πιο συζητημένα γκολ στην Ιστορία του αθλήματος, η απογοήτευση στην Ιταλία το ’90, 34 γκολ σε 91 παιχνίδια.

Από τον αριθμό «19» τον Φεβρουάριο του 1977 όταν το πόδια έτρεμαν, στο αιώνιο «10»!

Γράψτε το σχόλιο σας

Ακολουθήστε στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις αθλητικές ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Αθλητικές Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, από

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΣΧΟΛΙΑ